Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Έχοντας βυθιστεί επανειλημμένως στις σελίδες του μυθιστορήματος "Για μια χούφτα βινύλια" της Χίλντας Παπαδημητρίου και νιώθοντας πρωτόγνωρη οικειότητα με τους αριστοτεχνικά σμιλεμένους χαρακτήρες που πλάθει η συγγραφέας, ο Γιώργος Τσελώνης καταγράφει τις εντυπώσεις του από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που δεν μοιάζει με τα άλλα... Παράλληλα, διαπιστώνοντας ότι τα βινύλια 33 στροφών, τα 45άρια σινγκλάκια και οι ατέλειωτες λίστες mp3 δεν είναι παρά η αφορμή για να συνειδητοποιήσουμε τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια την ανθρώπινη ψυχολογία -επιτρέποντάς μας να γνωρίσουμε καλύτερα τους ήρωες του βιβλίου-, ο γράφων προσθέτει μερικά αγαπημένα του τραγούδια στο ήδη εκλεκτικό soundtrack του μυθιστορήματος.


Αν υπάρχει μια σκέψη η οποία ξεπηδάει αυθόρμητα απ’ το μυαλό του αναγνώστη αφότου έχει διαβάσει το βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου Για μια χούφτα βινύλια, είναι το πόσο γλυκό και όμορφο είναι να βλέπουμε κάπου κάπου τον εαυτό μας ως μυθιστορηματικό ήρωα. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια διαδικασία που απλώς μας τονώνει: Η ταύτισή μας με κάποια φανταστική φυσιογνωμία μπορεί ενίοτε ν’ αποδειχθεί λυτρωτική κι άκρως εξαγνιστική ως εμπειρία. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι οι ήρωες του βιβλίου θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό καρτούν ή χαρακτήρες των κόμικς: ακόμη και αυτοί που κάποια στιγμή πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, ουσιαστικά κατά κάποιον τρόπο εξακολουθούν να ζουν ανάμεσά μας επειδή προηγουμένως μάς έχουν αφήσει να εισχωρήσουμε ολοκληρωτικά στην καρδιά και τη σκέψη τους... Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, οι πρωταγωνιστές του βιβλίου μάς συστήνονται μέσα από αποκαλυπτικούς διαλόγους, ενδόμυχες σκέψεις και ενδοσκοπικούς μονολόγους. Η πεμπτουσία του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από τη δύναμη της θέλησης, την τεράστια σημασία των πράξεών μας και –μοιραία– τις αντίστοιχες επιπτώσεις τις οποίες καλούμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε. Σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο, η συγγραφέας –στηριζόμενη στο δίπολο πομπού-δέκτη που διέπει όλες ανεξαιρέτως τις ανθρώπινες σχέσεις– εστιάζει στη θετική ή αρνητική ενέργεια που εμπεριέχεται στα πάντα, και κάποια στιγμή επιστρέφει πάντοτε εκεί απ’ όπου απορρέει. Κάπως έτσι, οι ήπιοι χαρακτήρες με γλυκιά συμπεριφορά, καλοπροαίρετη διάθεση και θετική ενέργεια ανταμείβονται δίκαια, ενώ οι ανισόρροποι και αντιπαθητικοί χαρακτήρες εισπράττουν την ανάλογη αρνητική ενέργεια που τους αρμόζει... Όπως ακριβώς στην καθημερινή μας ζωή έτσι και στις σελίδες του βιβλίου, δίπλα στους προσφιλείς και αξιαγάπητους χαρακτήρες συναντάμε αγενείς, κομπλεξικούς κι αντικοινωνικούς ανθρώπους, απρόθυμους να σε εξυπηρετήσουν ή έτοιμους να σου επιβληθούν από θέση ισχύος: ειρωνικές μαμάδες με καυστικό χιούμορ, ψυχρές κι αναίσθητες πρώην ερωμένες, ανταγωνιστικούς συναδέλφους που σου ροκανίζουν την καρέκλα κάτω απ’ τη μύτη, άξεστους παρκαδόρους και γκαρσόνες, αγενείς προϊσταμένες σε νοσοκομεία… Ξεκινώντας κανείς να διαβάζει το μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, έχει την εντύπωση ότι από τις πρώτες κιόλας σελίδες ηχούν στα αυτιά του οι νότες του “Eleanor Rigby”. Ίσως γιατί, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, οι ήρωες και οι ηρωίδες του μυθιστορήματος είναι όλες και όλοι τους τύποι μοναχικοί: Πολλοί απ’ αυτούς έχουν έντονες εμμονές, ιδιορρυθμίες και «κολλήματα», λειτουργώντας συχνά ψυχαναγκαστικά. Κάποιοι πάσχουν από κατάθλιψη και βίαια ξεσπάσματα ή συμπεριφέρονται κυκλοθυμικά ψάχνοντας για μια γωνιά όπου θα μπορέσουν να κάτσουν για λίγο μόνοι τους, μακριά από ανεπιθύμητους κι ενοχλητικούς… Το μόνο που επιθυμούν είναι να πάρουν λίγο αέρα καθαρίζοντας το μυαλό τους, κι αφού έχουν επιστρέψει σε μια κατάσταση διαύγειας να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Βλέποντας τα προηγούμενα κεφάλαια της ζωής να καταρρέουν μπροστά τους οριστικά, πλέον λαχταρούν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα, ξεκολλώντας απ’ το παρελθόν κι επινοώντας νέους τρόπους διαφυγής από το προσωπικό υπαρξιακό τους αδιέξοδο. Παράλληλα, μαζί με τους χαρακτήρες του βιβλίου βιώνουμε κι εμείς την πολυπόθητη αίσθηση ελευθερίας που βιώνει κανείς όταν επιτέλους αποδρά από μια ασφυκτική κατάσταση που τον έπνιγε για καιρό… Πρόκειται για ανθρώπους που αναζητούν εναγωνίως από κάπου να πιαστούν: Χωρισμένα ζευγάρια που επιχειρούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, κάνοντας ο καθένας μια νέα αρχή. Έναν ιδιοκτήτη μικρού δισκοπωλείου οι οποίος παρότι λόγω της σαρωτικής πτώσης της αγοράς πιέζεται να βάλει λουκέτο στο μαγαζί και ν’ ανακαλύψει άλλα μέσα βιοπορισμού, εντούτοις αντιστέκεται σθεναρά ενάντια στο πνεύμα των καιρών. Μια γυναίκα που εγκαταλείπει την Αθήνα για να εγκατασταθεί στην επαρχία και ν’ αφοσιωθεί στην αγροτική ζωή, αλλά γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με μεγάλες δυσκολίες και διλήμματα που αφορούν την επιβίωσή της, αφού διαπιστώνει ότι η ζωή δεν είναι ούτε εκεί στρωμένη με ροδοπέταλα… Γνωρίζοντας σταδιακά κάθε πτυχή της προσωπικότητάς των ηρώων του βιβλίου, ο αναγνώστης ενδεχομένως θα ταυτιστεί με όλους ανεξαιρέτως – και όχι αποκλειστικά με έναν! Είναι αλήθεια ότι αρκετοί απ’ τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος –όπως και κάποιοι από τους δεύτερους χαρακτήρες που τους περιστοιχίζουν– είναι με τον δικό τους τρόπο «διαφορετικοί» από τη μάζα. Η ροκ κουλτούρα έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια πάνω τους, κάνοντάς τους να διατηρούν ακόμη μεταξύ τους ορισμένους «άγραφους» ή άτυπους κώδικες συμπεριφοράς: Ως αδελφές ψυχές μοιράζονται όμορφες αναμνήσεις από το κοινό παρελθόν που τους ενώνει, σιχαίνονται τους μπάτσους, την έλλειψη κοινωνικής συνείδησης κι αλληλεγγύης, όπως και τις πολλές κι αδιάκριτες ερωτήσεις… Πρόκειται για «κουρέλια» –όπως θα τους αποκαλούσε και ο Νίκος Νικολαΐδης– τα οποία ζουν τη δική τους προσωπική «εποχή στην κόλαση». Ο Φώντας π.χ. –μία απ’ τις φιγούρες-κλειδιά του μυθιστορήματος– παρότι μοιάζει εκ πρώτης όψεως αγενής και αντικοινωνικός, εντούτοις διαθέτει έναν εξαίσιο κυνισμό και άφθονο σαρκασμό απέναντι σε όλους και σε όλα – μα κυρίως απέναντι στον εαυτό του! Στην πραγματικότητα είναι ο απόλυτος κουλ χαρακτήρας του μυθιστορήματος, θυμίζοντας αρκετά στον γράφοντα τον Lou Reed. Πρωτίστως, όμως, είναι ντόμπρος και ευθύς ως χαρακτήρας, αναλαμβάνοντας πάντα την ευθύνη των πράξεών του. Αντίστοιχα η Σόνια –η πρώην σύντροφος του Φώντα– παρότι κερδίζει αρχικά τις εντυπώσεις ως η απόλυτη femme fatale, εντούτοις μπορεί να γίνει απίστευτα αντιπαθητική: Εκκεντρική κι εμφανώς εγωκεντρική, έχοντας μονίμως στην αγκαλιά τον γάτο της, συνειδητά σνομπ με τους αδιάφορους τύπους που την περιτριγυρίζουν, η Σόνια παραμένει ωστόσο επικίνδυνα όμορφη, μυστηριώδης και γοητευτική, εκλεκτική στο γούστο της, ντυμένη σαν φανταστική ηρωίδα μυθιστορήματος εποχής… Ούτε λίγο ούτε πολύ, το τραγούδι που θα περιέγραφε με τον καλύτερο τρόπο τη θυελλώδη κι επεισοδιακή σχέση του Φώντα και της Σόνιας είναι το “Most likely you go your way and I’ll go mine” του Bob Dylan… Ενδεχομένως, ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι και οι δυο τους του είναι ιδιαίτερα γνώριμοι ως χαρακτήρες. Εξάλλου, όπως και οι περισσότεροι ήρωες του μυθιστορήματος, ο Φώντας και η Σόνια θα μπορούσαν να είναι οι μοναχικοί κολλητοί μας από τη γειτονική πολυκατοικία ή το παράξενο ζευγάρι που γνωρίσαμε πέρυσι στις διακοπές... Μέσα από τη ματιά της Χίλντας Παπαδημητρίου γνωρίζουμε ανθρώπους οι οποίοι παρότι είναι αντίθετοι χαρακτήρες με διαφορετικές συνήθειες, εντούτοις έλκονται και αλληλοσυμπληρώνονται με αρμονικό τρόπο. Περίτρανη απόδειξη αποτελεί η καταλυτική γνωριμία του Μιχάλη (ενός πρώην φρικιού) με τη γλυκιά κι αξιολάτρευτη Μαρίτα (μια αστυνομικίνα), η οποία από πολλές απόψεις ενσαρκώνει την ιδανική γυναίκα για τους περισσότερους άντρες. Σε γενικές γραμμές, ένας παρατηρητικός αναγνώστης θα προσέξει ότι το στοιχείο των αντιθέσεων είναι αυτό που διαποτίζει το βιβλίο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα: Δεν π.χ., σε καμία περίπτωση τυχαίο το γεγονός ότι η συγγραφέας παρουσιάζει άντρες εργένηδες που ζούνε σε αχούρια χωρίς να σέβονται τον προσωπικό τους χώρο, ενώ την ίδια στιγμή μάς συστήνει γοητευτικές κοπέλες γεμάτες φρεσκάδα οι οποίες ξέρουν να μεταμορφώνουν έναν παραμελημένο χώρο στο άψε σβήσε, δημιουργώντας ατμόσφαιρα και ταυτοχρόνως κάνοντας μια κατοικία βιώσιμη… Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι καθένας χαρακτήρας του βιβλίου μεμονωμένα αποτελεί και μια ξεχωριστή ψηφίδα η οποία με τη σειρά της προστίθεται σ’ ένα μεγαλύτερο παζλ, συνθέτοντας τελικά την προσωπικότητα ενός καθημερινού ανθρώπου γεμάτου αντιφάσεις με τον οποίο ωστόσο είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, ακριβώς επειδή μας θυμίζει τον ίδιο μας τον εαυτό! Εν κατακλείδι, η συγγραφέας πλάθει με την πένα της απλούς καθημερινούς χαρακτήρες που περιμένουν κάποιο χέρι να ξεπροβάλει μέσα απ’ το σκοτάδι και να τους λυτρώσει από τη μοναξιά τους: άντρες που ψάχνουν απλώς μια κοπέλα να τους νοιάζεται, να τους φροντίζει και να τους περιποιείται. γυναίκες που αποζητούν έναν σύντροφο για να νιώσουν ασφαλείς, μια στιβαρή αγκαλιά γεμάτη στοργή. Παρ’ όλα αυτά, οι κουτοπόνηροι και κομπλεξικοί συνάδελφοι στη δουλειά βλέπουν τους ήρωες του βιβλίου μάλλον καχύποπτα και με μισό μάτι… Οι περίεργοι γείτονες από το διπλανό σπίτι ή το απέναντι μαγαζί πλάθουν σενάρια για την αθέατη πλευρά της ζωής τους, θεωρώντας τους ιδιόρρυθμους, μυστηριώδεις, σνομπ κι αντικοινωνικούς. Ακόμη και οι κοντινοί τους τούς θεωρούν ανεύθυνους, επιπόλαιους κι ανίκανους να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, κατηγορώντας τους ότι τους κάνουν τη ζωή δύσκολη... “I plan to drink myself to death” είχε δηλώσει κάποτε ο Jack Kerouac, και δυστυχώς κάποιοι απ’ τους χαρακτήρες του βιβλίου καταπονούν τον εαυτό τους ψυχοσωματικά σε μόνιμη βάση: Όντας τρομερά ακατάστατοι με τον προσωπικό τους χώρο, ζούνε καθημερινά σ’ ένα αχούρι, νιώθοντας πλήρως παραιτημένοι από τη ζωή. Έχοντας μετατρέψει το σπίτι τους σε έναν σκουπιδότοπο –σε μια “Junkyard” σύμφωνα με τον Nick Cave & τους Birthday Party– ζούνε ερμητικά απομονωμένοι, σαν βασιλιάδες σε κατ’ οίκον οικειοθελή περιορισμό, σε σκοτεινά δωμάτια που μυρίζουν κλεισούρα, φρακαρισμένα μονίμως από στοιβαγμένα αντικείμενα. Διατρέφονται με junk food και με έτοιμα γεύματα της στιγμής ή –ακόμη συχνότερα– παραμελούν τις βασικές τους ανάγκες σε τέτοιο βαθμό ώστε υποσιτίζονται ή ξεχνούν εντελώς να φάνε! Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κάποιοι απ’ αυτούς κινδυνεύουν –μεταξύ άλλων– από έλκος στομάχου… Πράγματι, ορισμένοι από τους ήρωες των «Βινυλίων» καπνίζουν, πίνουν, ξενυχτούν ακατάπαυστα, έχοντας μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια κι ένα στομάχι διάτρητο από την καφεΐνη. Κάποιοι άλλοι είναι εθισμένοι σε σπρέι, σιρόπια, παυσίπονα, αντικαταθλιπτικά χάπια κι άλλα ψυχοφάρμακα προκειμένου ν’ αντιμετωπίζουν κρίσεις πανικού, κλειστοφοβικές τάσεις ή απλώς κρίσεις αλλεργικού άσθματος και ημικρανίες. Και παρότι προσπαθούν να επινοήσουν τρόπους και τεχνικές χαλάρωσης για να τους παίρνει ο ύπνος, ωστόσο νιώθουν τα πόδια τους να βουλιάζουν μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο, στην κινούμενη άμμο… Σ’ αυτή την περίπτωση, το ιδανικό soundtrack του βιβλίου είναι το “Mother’s little helper” των Stones. Πράγματι, σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος, ο πρωταγωνιστής Χάρης Νικολόπουλος διαπιστώνει: «Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση ότι όλοι οι πελάτες του Φώντα ζουν μέσα στην αθλιότητα». Κι αμέσως μετά, αναλογιζόμενος το γεγονός ότι παρότι πλησιάζει τα σαράντα, εντούτοις μένει βαλτωμένος στα ίδια και τα ίδια, μη βρίσκοντας το θάρρος να προχωρήσει σε αλλαγές στη ζωή του, ο Χάρης –ένας συνεσταλμένος χαρακτήρας, υπερβολικά ντροπαλός με τα κορίτσια– μονολογεί τα εξής: «…Κοντεύω τα σαράντα και ζω ακόμη με τη μάνα μου. Είμαι συνέχεια μες στα πόδια της, κι εκείνη μες στα δικά μου (…). Πότε θα πάρω τη μεγάλη απόφαση να σηκωθώ να φύγω αποδώ μέσα; Κάποτε πίστευα ότι ήταν θέμα χρόνου να βρω μια κοπέλα, να παντρευτώ και να φτιάξω τη ζωή μου, όπως λέει και η μάνα μου. Τώρα φοβάμαι ότι δεν θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Ωστόσο, πρέπει να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, να ζήσω μόνος μου πριν είναι πολύ αργά (…)». Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι ήρωες του βιβλίου σκοτεινοί χαρακτήρες, αφού κάποιοι παραμένουν πεισματικά φωτεινοί και αισιόδοξοι, λειτουργώντας καταλυτικά ως το απαραίτητο αντίβαρο για τη τελική έκβαση της ιστορίας. Όσοι απ’ αυτούς δεν έχουν εγκλωβιστεί στις παραπάνω αυτοκαταστροφικές συνήθειες, αντιλαμβάνονται τη ζωτική ανάγκη να σέβονται τον προσωπικό τους χώρο, μεταμορφώνοντάς τον σ’ ένα φωτεινό καταφύγιο. Κάποιοι άλλοι, νιώθοντας την ανάγκη να καλύψουν την υπαρξιακή τους αγωνία, καταφεύγουν στο φενγκ σούι και σε κάρτες ταρό, σε γιατροσόφια, μαντζούνια, βότανα, εναλλακτικές θεραπείες, ανατολικές θρησκείες, ρέικι και διαλογισμό. Άλλοι –όπως η όμορφη Μαρίτα– αφιερώνονται στη μαγειρική ετοιμάζοντας νοστιμότατα γεύματα για τους φίλους τους, είναι περιποιητικοί και προσφέρουν απλόχερα τη φιλοξενία τους σε οποιονδήποτε τη χρειαστεί. Φυσικά υπάρχουν κι εκείνοι που βρίσκουν αποκούμπι στη συντροφιά ενός χαδιάρικου κατοικίδιου ή ξεχνιούνται προσωρινά με την ψυχαναγκαστική αρίθμηση και ταξινόμηση αγαπημένων τους αντικειμένων (μεταξύ άλλων, συνήθως βινυλίων). Ακόμη περισσότερο, παρακολουθώντας την Τατιάνα –μια απ’ τις πρωταγωνιστικές φιγούρες-κλειδιά του μυθιστορήματος– να ονειροπολεί ακούγοντας μουσική προκειμένου να ξεφύγει έστω και για λίγο από τον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινότητας και από τον ίδιο της τον εαυτό (το “I can’t escape myself” των Sound θα μπορούσε κάλλιστα να προστεθεί στο soundtrack του βιβλίου), συνειδητοποιούμε ότι οι συνήθειες των πρωταγωνιστών του βιβλίου μοιάζουν πολύ με τις δικές μας… Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος γίνεται κατανοητό ότι όλοι ανεξαιρέτως οι χαρακτήρες ψάχνουν να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματα που τους βασανίζουν. σκάβουν βαθιά μες στον εαυτό τους σε μια απόπειρα ενδοσκόπησης προκειμένου ν’ ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά είναι. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι απ’ αυτούς, όντας ευμετάβλητοι ως χαρακτήρες, καταλήγουν από το ένα άκρο στα άλλο. Ανοίγοντας καταχωνιασμένα κουτιά με παλιές φωτογραφίες, ημερολόγια και άλλα αναμνηστικά, οι ήρωες του βιβλίου έρχονται αντιμέτωποι με τα αναπόφευκτα σημάδια που αφήνει ο χρόνος στην όψη τους. Κάνοντας απολογισμό του παρελθόντος, παρατηρούν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη ολότελα χαμένοι στις σκέψεις τους… Θυμίζουν έτσι τον θρυλικό φανταστικό ήρωα Rip Van Winkle του συγγραφέα Washington Irving: εκείνο τον μοναχικό τύπο ο οποίος ανεβαίνοντας κάποτε το βουνό, έπεσε στην παγίδα των ξωτικών που τον μέθυσαν μ’ ένα παράξενο ποτό, βυθίζοντάς τον στον ύπνο για δυο ολόκληρες δεκαετίες… “I’m going through changes” τραγουδούσε κάποτε ο Ozzy Osbourne με τους Black Sabbath, και φαίνεται ότι αυτό είναι ένα ακόμη τραγούδι που θα μπορούσε να προστεθεί στο soundtrack του μυθιστορήματος. Το ίδιο ισχύει και για τον Dylan ο οποίος στο “It’s all over now baby blue” μάς συνιστούσε: “Leave your stepping stones behind, something calls for you/Forget the dead you ‘ve left/They will not follow you”. Επιπλέον, ο αναγνώστης των «Βινυλίων» θα παρατηρήσει ότι κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος πολλά πράγματα αναβάλλονται ή ματαιώνονται οριστικά, ενώ ταυτοχρόνως στη θέση τους ανακύπτουν άλλα, αναπάντεχα γεγονότα που σημαδεύουν ανεξίτηλα τις ζωές των πρωταγωνιστών: Στην πραγματικότητα, πρόκειται για όλα αυτά που καθημερινά εκλαμβάνουμε ως συμπτώσεις, χωρίς να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τη βαθύτερη σημασία τους… Έχοντας βιώσει στο παρελθόν αξέχαστες εμπειρίες με τις παλιοπαρέες τους, ως μέλη μιας άλλης «γλυκιάς συμμορίας», οι πρωταγωνιστές του βιβλίου πίστευαν ότι έχουν συντρίψει οριστικά την αποξένωση που παραφυλά τις ανθρώπινες σχέσεις. Ωστόσο, οι φίλοι μας μπορούν πλέον να διακρίνουν πολύ καλά τη φθορά που τους πλησιάζει απειλητικά... Και παρότι διαθέτουν τη διαύγεια να τη διακρίνουν, ορισμένοι απ’ αυτούς παραμένουν εν γνώσει τους μουδιασμένοι, ανήμποροι να κινηθούν: όπως ακριβώς περιμένει ένα υποψήφιο θύμα τον δολοφόνο του την ύστατη στιγμή, όντας παραλυμένο απ’ τον φόβο κι ανίκανο ν΄ αντιδράσει... Κάποιοι θα συμφωνήσουν ότι η γνωστή μπαλάντα “My my, hey hey (out of the blue)” του Neil Young & the Crazy Horse –ένα τραγούδι που μιλάει ξεκάθαρα για την επερχόμενη φθορά και την απομόνωση– και οι «Προσωπικές οπτασίες» του Χάρη & του Πάνου Κατσιμίχα («Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες στο κέντρο και τις συνοικίες / Όνειρα μεθυσμένα, σχέδια ματαιωμένα, τηλέφωνα απεγνωσμένα») θα μπορούσαν κάλλιστα να προστεθούν στο soundtrack των «Βινυλίων». Πράγματι, διόλου τυχαία, οι αναφορές σε φίλους που συχνά εξαφανίζονται όταν τους χρειάζεσαι, και δεν μπορείς να τους βρεις, όπως και το τηλέφωνο που χτυπάει αλλά δεν το σηκώνει κανείς (είτε γιατί δεν το προλαβαίνει είτε γιατί αδιαφορεί και δεν έχει όρεξη ν’ απαντήσει) αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος… Υπάρχουν φυσικά κι αυτοί που προσπαθούν αγωνιωδώς να παραμείνουν νέοι: Η κυρία Σοφία π.χ., η 60άρα νοικοκυρά και μητέρα του πρωταγωνιστή Χάρη Νικολόπουλου, προσέχει τη διατροφή και την επιδερμίδα της, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό τον λόγο τις καλύτερες κρέμες αντιγήρανσης. Επίσης η Τατιάνα, παρότι νεότατη, σε μια στιγμή ανασφάλειας και συναισθηματικής αστάθειας βυθίζεται ενδόμυχα σε αρνητικές σκέψεις: «(…) Πόσο μετάνιωνε πια για εκείνα τα ασπρόμαυρα χρόνια. Αν γινόταν να γυρίσει τον χρόνο πίσω, θα τα έκανε όλα εντελώς διαφορετικά. Σπουδαία σκέψη, χλεύασε τον εαυτό της. Αυτό λένε όλοι οι άνθρωποι, ή μάλλον όλοι οι γέροι, όταν αναλογίζονται το παρελθόν τους και τα λάθη τους». Αντιθέτως, ο Μιχάλης ο «Ατσαλένιος» –ένας αμετανόητος 40άρης ροκάς– ουδέποτε έχει νοιαστεί για τον χρόνο που περνάει, παραμένοντας πεισματικά «φλου», νέος στην ψυχή, γεμάτος κέφι και ενέργεια. Κατά κάποιον τρόπο ο Μιχάλης είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. αυτός που θυμίζει στον κολλητό του τον Φώντα –αλλά και σε μας– τις παλιές παρέες των αχώριστων φίλων, τις διάφορες «φυλές» της ροκ αντικουλτούρας οι οποίες τριγύριζαν στα προάστια της Αθήνας: παρέες που ζούσαν και ανέπνεαν για τη συντροφικότητα και τη μουσική. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι κάποιο σημείο του βιβλίου όπου ο Μανόλης –ένας συμπαθής αλλά μάλλον αδιάφορος γείτονας του Φώντα– κάνει σκέψεις για τον κολλητό του τελευταίου, τον Μιχάλη: «Τελικά δεν είναι και τόσο κακός ο τύπος. Άλλοι άνθρωποι αυτοί οι παλιοί ροκάδες. Έχουν μπέσα…». Ας επιστρέψουμε όμως στο κεντρικό μήνυμα που ξεπηδά μέσα από κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος: αυτό της θετικής ή της αρνητικής ενέργειας που απορρέει από τις πράξεις μας, αλληλεπιδρώντας με την αύρα των ανθρώπων που μας περιστοιχίζουν. Εδώ –χωρίς να μπαίνουμε στα χωράφια της μεταφυσικής– έχουμε να κάνουμε με το θετικό ή αρνητικό «φορτίο» της ψυχής του καθένα μας. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της –το οποίο καταφέρνει να προβληματίσει σε βάθος τον αναγνώστη χωρίς να γίνεται διδακτικό– η Χίλντα Παπαδημητρίου δράττεται της ευκαιρίας να μας θέσει συγκλονιστικά ερωτήματα τα οποία απασχολούν εδώ και δεκαετίες τους επιφανέστερους κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους ερευνητές: Τι γίνεται όταν το οικογενειακό περιβάλλον –ο ένας ή και οι δύο γονείς– αποθαρρύνουν το παιδί απ’ το ν’ αφοσιωθεί σε αυτό που αγαπά; Τι συμβαίνει όταν δεν του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, κάνοντάς το κομπλεξικό, ή όταν αργότερα δεν συμμερίζονται τα υπαρξιακά του αδιέξοδα, όταν αυτό έχει μπει στην εφηβεία; Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά συχνά –καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος– η συγγραφέας κάνει ζουμ στα παιδικά χρόνια του βασικού πρωταγωνιστή Χάρη Νικολόπουλου, εστιάζοντας στα πράγματα που ο σχεδόν 40άρης, πλέον, φίλος μας αγάπησε παράφορα ως πιτσιρικάς ή ως έφηβος. Μάλιστα, όπως είναι φυσικό, συναντάμε αναφορές στο παιδικό του δωμάτιο στο οποίο έβρισκε πάντα καταφύγιο, όποτε αισθανόταν μόνος... Πράγματι, η ανάγκη απαγκίστρωσης από το οικογενειακό περιβάλλον είναι ένα θέμα που θίγεται πολύ συχνά με αφορμή τη ζωή του Χάρη. Παράλληλα, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην τεράστια σημασία της ελεύθερης βούλησης. στο να μπορεί δηλαδή κάποιος να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, να εστιάζει ανεμπόδιστος την προσοχή του σ’ αυτό που αγαπά χωρίς ν’ ακούει τους άλλους οι οποίοι συχνά τον αποθαρρύνουν, αποσπώντας τον απ’ τον αρχικό του στόχο... Πράγματι, ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου πιστεύει κατά βάθος στις δυνάμεις του, γνωρίζοντας ενδόμυχα ότι η υπομονή κι η επιμονή ανταμείβονται. Εντούτοις, πρώτα απ’ όλα οφείλει ν’ αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τις αρνητικές πλευρές του ίδιου του του εαυτού, όπως π.χ., την ηττοπάθεια και την αναβλητικότητα. Γενικότερα, κάποιοι πρωταγωνιστές του βιβλίου παρατούν στη μέση οτιδήποτε ξεκινούν ή –ακόμη χειρότερα– έχουν την αίσθηση ότι είναι οι άνθρωποι που δεν τους συμβαίνει ποτέ τίποτα ενδιαφέρον ή συνταρακτικό, ως αποτέλεσμα των ανεξίτηλων πληγών που φέρουν μονίμως (κυρίως ενθυμήματα δυσάρεστων προσωπικών εμπειριών): Εν κατακλείδι, η Παπαδημητρίου μάς υπενθυμίζει πόσο εύκολα η αρνητική ενέργεια, τα υποτιμητικά σχόλια, η καυστικότητα και η ειρωνεία μπορούν ν’ αφήσουν ως κατάλοιπα στις ψυχές όλων μας –μικρών και μεγάλων– συσσωρευμένα απωθημένα και καταπιεσμένο θυμό ως μια φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση απέναντι στην υποτιμητική συμπεριφορά με την οποία συχνά μάς αντιμετωπίζουν. Εκεί εξάλλου οφείλονται και τα άλυτα προσωπικά προβλήματα ή τα συμπλέγματα κατωτερότητας κάποιων ηρώων του βιβλίου, οι οποίοι έχουν προβλήματα αυτοπεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, οι χαρακτήρες αυτοί μάς είναι αφάνταστα οικείοι, ακριβώς επειδή μας θυμίζουν τις δικές μας καθημερινές ψυχολογικές μεταπτώσεις… Πάνω απ’ όλα όμως, το βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου –ένα μυθιστόρημα σπάνιας ομορφιάς γεμάτο έξυπνο χιούμορ– αποτελεί έναν ύμνο στη φιλία και τις μικρές, καθημερινές απολαύσεις της ζωής, εμβαθύνοντας σε πολλά και διαφορετικά πράγματα και σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα. Οι ήρωες του μυθιστορήματος θαυμάζουν ένα όμορφα διακοσμημένο σπίτι με περιποιημένες γλάστρες στο μπαλκόνι, εγκρίνουν ένα γουστόζικο και στιλάτο ντύσιμο κι εκτιμούν ως χειρονομία όταν τους προσφέρεται μια ανθοδέσμη με λουλούδια. απολαμβάνουν ένα πλούσιο και καλομαγειρεμένο γεύμα, το άρωμα ενός εκλεκτού καφέ ή ένα μπουκάλι ακριβό ουίσκι. Ακόμη περισσότερο, αγαπούν τα αυθεντικά βινύλια (κάποιοι απ’ αυτούς είναι αθεράπευτοι vinyl junkies), τις παλιές χειροποίητες κασέτες των φίλων, τα noir αστυνομικά μυθιστορήματα ή τις λιχουδιές και τα γλυκίσματα το ίδιο με τότε που ήταν παιδιά… Σε κάποιο σημείο, στην αρχή του μυθιστορήματος, η Τατιάνα αναλογίζεται: «Τι θέλει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Καλή μουσική, ένα τσιγαράκι και μια κούπα αρωματικό τσάι». Πράγματι, το πάθος για ζωή και ο έρωτας για τη μουσική είναι δύο από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των ηρώων του βιβλίου: Κάποιοι κάνουν μια ζωή αιματηρές οικονομίες για να μαζέψουν τα αγαπημένα τους άλμπουμ και να φτιάξουν την ιδανική δισκοθήκη, ενώ κάποιοι άλλοι αρκούνται σε συμπιεσμένη και «κονσερβαρισμένη» μουσική από mp3... Παρ’ όλα αυτά, καθένας και καθεμία απ’ αυτούς έχει το προσωπικό soundtrack της ζωής του: Είτε πρόκειται για τον Γιόχαν Στράους, τον Μίκη Θεοδωράκη, το ελληνικό έντεχνο, τα παλιά λαϊκά και τα ρεμπέτικα είτε για τους Beatles, τους Clash, τους Gang of Four, τους Cocteau Twins και τους Triffids ή ακόμη και για μια τυχαία συλλογή με lounge, house ή ψευτο-έθνικ μουσική – απ’ αυτές που κυκλοφορούν σωρηδόν στην αγορά… Όσον αφορά τη μουσική αυτή καθ’ αυτή, η Παπαδημητρίου αποτίνει τον προσωπικό της φόρο τιμής σε καλλιτέχνες και μπάντες που έχει αγαπήσει με όλη της την ψυχή (κυρίως κλασικό ροκ και soul). Οι μουσικόφιλοι αναγνώστες θα απολαύσουν ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα γεμάτο αναφορές σε στίχους τραγουδιών που έχουμε όλοι λατρέψει… Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, η συγγραφέας εμπνέεται από προσωπικές εμπειρίες πλάθοντας φανταστικές ιστορίες συνοικιακών ροκ συγκροτημάτων από την Αθήνα –όπως των βραχύβιων ψυχεδελικών Indigo Association– οι οποίοι παρότι διέθεταν προοπτικές για λαμπρή διεθνή καριέρα, εντούτοις είχαν άδοξο τέλος… Από την άλλη, εξίσου ξεκάθαρη είναι η πρόθεση της Παπαδημητρίου να σατιρίσει με ευφυέστατο και ευρηματικό χιούμορ τους γραφικούς, σκληροπυρηνικούς συλλέκτες βινυλίου και τον άκρατο φετιχισμό τους! Χωρίς να προσβάλει κανέναν, η συγγραφέας σκιαγραφεί με μια διάθεση… τρυφερού «πειράγματος» τους θιασώτες ενός ολόκληρου χώρου με τον οποίο είναι εξοικειωμένοι οι περισσότεροι από τους μουσικόφιλους αναγνώστες του μυθιστορήματος: πρόκειται για τον στενό κύκλο των αθηναϊκών δισκοπωλείων και της αφοσιωμένης πελατείας τους – ενός ιδιότυπου δηλαδή μικρόκοσμου. Εξάλλου, η Χίλντα Παπαδημητρίου, ως πρώην ιδιοκτήτρια δισκάδικου, έχει μάθει να ξεχωρίζει τους «άρρωστους» και κολλημένους vinyl junkies ακόμη και φυσιογνωμικά… Σ’ αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται κι εκείνοι που αγοράζουν δίσκους από καταναλωτική ανάγκη και συνήθεια, και όχι πλέον από αγάπη. Εδώ ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει απολαυστικές περιγραφές 40άρηδων συλλεκτών βινυλίου που θυμίζουν τον Γούντι Άλεν, μένουν ακόμη με τη μαμά τους, δεν μπορούν να λείψουν ούτε για λίγο μακριά από τη δισκοθήκη τους, και φυσικά δεν παίζουν τα 45άρια τους για να μην τα χαλάσουν! Αποκορύφωμα φυσικά αποτελεί ένας αθεράπευτος βινυλιομανής ο οποίος ταξινομεί τα συγκροτήματα της συλλογής του ανάλογα με τα νεκρά μέλη που αριθμεί η κάθε μπάντα (παραδόξως, δεν μαθαίνουμε σε ποια θέση βρίσκονται ταξινομημένοι οι Lynyrd Skynyrd ή οι Ramones)! Κλείνοντας την αναφορά μας στο μυθιστόρημα Για μια χούφτα βινύλια της Χίλντας Παπαδημητρίου, αξίζει να σταθούμε και πάλι σε κάτι πού ήδη αναφέρθηκε παραπάνω: η συγγραφέας εμβαθύνει με την πένα της σε πολλά και διαφορετικά πράγματα γύρω από τη ζωή –και σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα– γράφοντας για μικρές καθημερινές απολαύσεις αλλά και για όνειρα ζωής που μας είναι γνώριμα. Ίσως γι’ αυτό οι χαρακτήρες που επινοεί μάς είναι τόσο οικείοι και συμπαθείς. Κι ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το βιβλίο διαβάζεται απνευστί…

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ο Γιώργος Τσελώνης επιλέγει τις πέντε αγαπημένες του εκτελέσεις του τραγουδιού "Morning dew" για το περιοδικό Mic.



Ως προσκλεκλημένος της συγγραφέως και μεταφράστριας Χίλντας Παπαδημητρίου, στη μόνιμη στήλη της στο online μουσικό περιοδικό "Mic", ο Γιώργος Τσελώνης επιλέγει τις πέντε αγαπημένες του εκτελέσεις του κλασικού αντιπολεμικού τραγουδιού "Morning dew" (Bonnie Dobson/Tim Rose).



Όταν τον Αύγουστο του 1968 ο Jeff Beck κυκλοφορούσε με τη νεοσύστατη μπάντα του το παρθενικό του άλμπουμ Truth (Epic, US, EMI Columbia, UK) –ακρογωνιαίο λίθο του σκληρού ροκ ήχου–, όλη η αφρόκρεμα της μουσικής κοινότητας είχε στραμμένη την προσοχή της στον βιρτουόζο κιθαρίστα που πριν από έναν χρόνο είχε αποχωρήσει από τους Yardbirds. Ο πρώτος που εκτίμησε την ασύλληπτη δυναμική που περιέκλειε το Truth ήταν ο Jimmy Page, αποφασίζοντας λίγο αργότερα να βασίσει εν πολλοίς τον ήχο και τη δομή του πρώτου δίσκου των Led Zeppelin στις εν λόγω ηχογραφήσεις του Beck... Περίπου στα μέσα της πρώτης πλευράς του άλμπουμ, το “Morning dew” κάνει αισθητή την παρουσία του με τον ήχο μιας σκοτσέζικης γκάιντας που δυναμώνει, ενώ αμέσως μετά κυριαρχεί ο γνώριμος καλπασμός της εισαγωγής – έτσι όπως καθιερώθηκε από την κλασική βερσιόν του Tim Rose. «Φρασάροντας» εύγλωττα με το πετάλι του wah-wah ο Beck συντονίζεται με τα εκστατικά φωνητικά του Rod Stewart (ο Robert Plant επηρεάστηκε έντονα απ’ την ερμηνεία του), ενώ το σφιχτοδεμένο rhythm section –μεστό μπάσο, καταιγιστικά τύμπανα– κι ένας διακριτικός αλλά ευδιάκριτος Nicky Hopkins στο πιάνο (ο πολύτιμος session μουσικός που αναζητούσε κάθε μεγάλη μπάντα στα ‘60s) συμπληρώνουν άψογα το παζλ! Κι όταν στα τελευταία δευτερόλεπτα του κομματιού οι αλλεπάλληλες ηλεκτρικές εκκενώσεις κι ο καλπασμός καταλαγιάζουν, μέσα απ’ την ομίχλη αντηχούν για τελευταία φορά οι σκοτσέζικες γκάιντες…
Αποτίνοντας φόρο τιμής στην πρωτότυπη εκτέλεση της Bonnie Dobson, η ιστορική ιρλανδική folk μπάντα Clannad από το Donegal συμπεριέλαβε στο ομώνυμο ντεμπούτο της (Clannad, Philips, 1973) την πιο αιθέρια εκδοχή του τραγουδιού που ηχογραφήθηκε ποτέ. Διεκδικώντας επάξια μια θέση στο πάνθεον των folk συγκροτημάτων της Γηραιάς Αλβιόνας, οι Clannad παραμένουν ταυτόχρονα περισσότερο «παραδοσιακοί» από τους folk-rockers ομότεχνούς τους (Fairport Convention, Pentangle, Steeleye Span, Mellow Candle, Dr. Strangely Strange, Trees, Spirogyra, Comus), κάνοντάς μας να ξεχάσουμε προς στιγμή ότι το “Morning dew” γράφτηκε από τη Dobson το 1962 και δεν είναι παραδοσιακή μεσαιωνική μπαλάντα! Από τα πρώτα κιόλας αρπίσματα της ακουστικής κιθάρας στην εισαγωγή του κομματιού, μέχρι τη στιγμή που μπαίνει η αλαφροΐσκιωτη φωνή της Moya (Maire) Brennan (αδελφής της γνωστής μας Enya), είναι εμφανές ότι η ερμηνεύτρια δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την Sandy Denny των Fairport Convention ή την Jacqui Mc Shee των Pentangle, καθώς η φωνή της βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την αντρική χορωδία που αντηχεί απ’ το υπερώο, κάνοντας την Brennan ν’ ακούγεται σαν μυθικό αηδόνι κλεισμένο ξημερώματα σε χρυσό κλουβί. Κι όταν στη μέση του τραγουδιού παρεμβάλλεται ένα σύντομο πέρασμα με πιάνο και φλάουτο, οδηγούμαστε νοερά, εν ριπή οφθαλμού, σε ακροποταμιές και ξέφωτα…



Προσπερνώ το γεγονός ότι οι Led Zeppelin υπήρξαν ανέκαθεν η αγαπημένη μου ροκ μπάντα –αυτοί που με μύησαν στα ηλεκτρικά blues και τον μυστικισμό της Ανατολής ήδη από τα 14 μου– και ο Robert Plant ο τραγουδιστής που με έκανε να θέλω ν’ αφήσω μακριά μαλλιά στην πρώιμη νιότη μου. Με τους Zep δεν θα μπορέσω ποτέ να είμαι αντικειμενικός. Θα μείνω ωστόσο για λίγο στα εκλεκτά ακούσματα του Robert: Από την εποχή των βραχύβιων Crawling King Snakes –όπου γνώρισε τον John Bonham–, λίγο πριν προσχωρήσουν μαζί στους λίγο τυχερότερους Band of Joy κι εν συνεχεία στους… New Yardbirds του Jimmy Page, ο Plant έτρεφε μεγάλη αδυναμία στα Delta blues, στις folk μπαλάντες και στο αμερικανικό ψυχεδελικό ροκ της Δυτικής και της Ανατολικής Ακτής. Μεταξύ άλλων, θρυλικοί καλλιτέχνες όπως οι Bukka White, Alexis Κorner, Dino Valenti, Tim Hardin, Jimi Hendrix,Youngbloods, Skip Spence, Love, Buffalo Springfield, Tim Buckley, Fairport Convention και Incredible String Band ήταν αυτοί που σφυρηλάτησαν με τα ανθεκτικότερα υλικά την εκλεκτική αισθητική του. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη το ότι στο άλμπουμ του Dreamland (2002) το “Morning dew” βρίσκει τον ιδανικό ερμηνευτή του στο πρόσωπο του Plant: Εδώ η φωνή του είναι γήινη και τόσο οικεία, ζεστή σαν μια κούπα γάλα με μέλι. Μεστή σαν το κρασί που ωριμάζει στο κελάρι. Και η μουσική; Υπνωτιστική ατμόσφαιρα και oriental vibes απ΄ την αρχή ως το τέλος του κομματιού (σε βαθμό να νιώθεις σαν παραζαλισμένη κόμπρα που ξεπροβάλλει απ’ το καλάθι), αίσθηση απόλυτης μακαριότητας απ’ τα πλούσια ενορχηστρωμένα βιολιά στο background, κι οι οιμωγές απ’ το delay της κιθάρας να θυμίζουν τους υπερήχους που εκπέμπουν οι
φάλαινες καθώς ταξιδεύουν στους ωκεανούς…

 

Ήδη στο ξεκίνημα της καριέρας του –κι έχοντας πρόσφατα εγκαταλείψει το όνομα Warlocks– οι Grateful Dead μάς χάρισαν μία από τις πιο εμπνευσμένες διασκευές του τραγουδιού (album Grateful Dead, Warner Bros. 1967), η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη ζόρικη βερσιόν του Tim Rose, δεδομένου ότι οφείλει πολύ περισσότερα στη νοσταλγική εκτέλεση της Dobson. Δεν είναι λίγοι οι ακροατές που έμαθαν πρώτα το κομμάτι από τους βασιλιάδες της West Coast ψυχεδέλειας, αφού οι Dead κατάφεραν απ’ την πρώτη στιγμή να το κάνουν «δικό τους», αγκαλιάζοντάς το ζεστά με τον πολύχρωμο acid μανδύα τους, δηλαδή τον γνωστό τους ήχο-σήμα κατατεθέν: Δεν είναι μόνο η παθιασμένη ερμηνεία του Jerry Garcia στα φωνητικά κι οι εκπληκτικές ικανότητές του στην κιθάρα, ούτε το γαλαζωπό ονειρικό φως που ξεχειλίζει απ’ τα ψυχεδελικά keyboards του πρόωρα χαμένου Ron “Pigpen” Mc Kernan, λούζοντας τα πάντα στον στροβιλισμό του… Η εν λόγω 5λεπτη στούντιο εκδοχή του “Morning dew” είναι το απόλυτο soundtrack για ένα ξένοιαστο ξύπνημα ή για μια εκδρομή με φίλους ένα υπέροχο πρωινό με λιακάδα! Ακούστε επίσης τη σχεδόν 11λεπτη live εκτέλεση του κομματιού η οποία συμπεριλαμβάνεται στο τριπλό, ζωντανά ηχογραφημένο Europe ’72 (Warner Bros. 1972): Εδώ τα πάντα ακούγονται επιβραδυμένα, μουδιασμένα και νωχελικά –ο χρόνος έχει κυριολεκτικά σταματήσει–, ενώ η φωνή του Garcia ακούγεται περισσότερο θλιμμένη από ποτέ... Για τους αφοσιωμένους Deadheads, το τραγούδι υπάρχει σε πολλά ακόμη επίσημα κι ανεπίσημα live του γκρουπ (ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για την μπάντα που καθιέρωσε το bootlegging ως πρακτική).

 

Η ιστορία του ροκ κρύβει στο χρονοντούλαπό της πολλά μυστικά. Ένα απ’ αυτά συνδέει άμεσα το “Morning dew” με το γενεαλογικό δέντρο των θρυλικών Allman Brothers: Όταν το 1968 οι 31st of February, ένα ροκ τρίο από τη Florida (Scott Boyer: κιθάρα, φωνή, David Brown: μπάσο, Butch Trucks: τύμπανα) ήρθε μέσω του drummer Trucks σ’ επαφή με τους αδελφούς Gregg και Duane Allman, το σύνολο μετατράπηκε αμέσως σε κουιντέτο, η χημεία έδεσε και το γκρουπ άρχισε να ηχογραφεί το δεύτερο άλμπουμ του, το οποίο ωστόσο… δεν κυκλοφόρησε ποτέ! Μόνο έπειτα από λίγα χρόνια, όταν οι Allman Brothers Band είχαν πλέον γίνει πασίγνωστοι, έμελλε να περιληφθεί αναδρομικά το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό στον δίσκο Duane & Gregg Allman (Bold Records, 1972). Πολύ αργότερα, η διασκευή των 31st στο “Morning dew” θα συμπεριληφθεί μεμονωμένα στην τετραπλή συλλογή Dreams των Allman Brothers (Polydor, 1989). Εν κατακλείδι, με την πολύτιμη συμμετοχή των αδελφών Allman στα φωνητικά, τα πλήκτρα και την κιθάρα (Gregg και Duane αντίστοιχα), οι 31st of February ηχογράφησαν την εκρηκτικότερη, πληρέστερη και πιο acid εκδοχή του τραγουδιού, η οποία συναγωνίζεται σε πάθος ακόμη και την εκτέλεση των Jeff Beck/Rod Stewart: διάχυτη ψυχεδελική ατμόσφαιρα, αριστοτεχνικά δομημένες διφωνίες και άρτια παραγωγή, παθιασμένη ερμηνεία (ο Gregg σε πρώτο πλάνο), δυναμισμός που βαράει κόκκινο, killer organ κι ηλεκτρικά σόλο από μια κιθάρα που πετάει δαιμονισμένα σαν ιπτάμενο χαλί! Ιστορικές στιγμές από μια εποχή που έχει φύγει ανεπιστρεπτί (Και μια πληροφορία για τους φίλους του ψυχεδελικού ροκ: Morning Dew ήταν το όνομα μιας psych-garage μπάντας από το Topeka του Kansas, η οποία έδρασε την περίοδο 1966-1970).

   

Δείτε εδώ το αναρτημένο κείμενο απευθείας στο link της ιστοσελίδας του "Mic": http://www.mic.gr/stili.asp?id=38807