Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Ένα σχεδίασμα βιογραφίας του Χόρχε Λουίς Μπόρχες – Αναζητώντας τα ίχνη του «μάντη Τειρεσία» της ισπανόφωνης και διεθνούς λογοτεχνίας, ο Γιώργος Τσελώνης χαρτογραφεί τη λαβυρινθώδη σκέψη ενός μεγάλου μύστη.

«Ο Μπόρχες αναζωογόνησε τη γλώσσα της λογοτεχνίας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Ανανεώνοντάς τη με τα δικά του μέσα, προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνιση μιας εκλεκτής γενιάς ισπανόφωνων συγγραφέων, η οποία έμελλε να εμφανιστεί στο προσκήνιο» Τζ. Μ. Κούτσι, συγγραφέας

Ο Αργεντινός ποιητής, συγγραφέας, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1899, καταγόμενος από μεσοαστική οικογένεια. Οι γονείς του ήταν εξίσου μορφωμένοι κι εμφύσησαν στον Χόρχε την αγάπη για τα γράμματα από τα πρώιμα κιόλας παιδικά του χρόνια. Αν ανατρέξει κανείς στο γενεαλογικό δέντρο της μητέρας του συγγραφέα, θα διαπιστώσει ότι ο Μπόρχες ήταν απόγονος επαναστατών που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Αργεντινής. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, το ονοματεπώνυμό του αποτελεί ένα είδος «αντίφασης», έναν «παράδοξο συνδυασμό»: ενώ το μικρό του όνομα (Jorge= Γεώργιος) παραπέμπει ετυμολογικά στη «γεωργία» (συνεπώς, συνειρμικά, συνδέεται άρρηκτα με την ύπαιθρο, το επάγγελμα του γεωργού και τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα), το επώνυμό του έχει τις ρίζες του στη λέξη «αστός» (Borges = «bourgeois»). Παράλληλα, το γεγονός ότι η μητέρα του συγγραφέα προερχόταν από την Ουρουγουάη, ενώ ο πατέρας του είχε μεικτή καταγωγή από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Αγγλία, συνέβαλε σημαντικά ώστε ο Μπόρχες να διαμορφώσει έναν αμιγώς «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα ως αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητάς του, υιοθετώντας εξαρχής διεθνιστικές αντιλήψεις και πανανθρώπινα ιδεώδη και ιδανικά τα οποία αντιτίθονταν στη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό. Αργότερα, ο συγγραφέας θα αντλήσει ένα μεγάλο μέρος της έμπνευσής του από τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων του, μετουσιώνοντάς τα σε μυθικές αναφορές με συμβολικό περιεχόμενο. Έχοντας την τύχη να μεγαλώσει πλάι στην αγγλόφωνη και ιδιαίτερα καλλιεργημένη γιαγιά του (μητέρας του πατέρα του), ο μικρός Χόρχε εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα φιλομαθές παιδί. Όντας ήδη δίγλωσσος (ισπανικά και αγγλικά) προτού αρχίσει το σχολείο, ο Μπόρχες σύντομα ήταν σε θέση να χειρίζεται άριστα τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα. Εν τω μεταξύ, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη του Μπουένος Άιρες («Καλοί Άνεμοι») –η οποία έως τότε κατοικούνταν από μιγάδες και αυτόχθονες ισπανικής καταγωγής– είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε μια πόλη-χωνευτήρι, αφού στην εν λόγω πρωτεύουσα συνέρεαν από την Ευρώπη λαοί διαφορετικών εθνικοτήτων, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο και πολυπολιτισμικό μωσαϊκό: η άμεση ανάγκη για επιβίωση ωθούσε Γάλλους, Άγγλους, Γερμανούς, Ιταλούς, Πορτογάλους, Έλληνες, Τούρκους, Εβραίους και Ανατολικοευρωπαίους να μεταναστεύσουν μαζικά στη «Γη της Επαγγελίας» για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί και ταυτόχρονα να γλιτώσουν από τον πόλεμο και την ανέχεια που μάστιζαν τη Γηραιά Ήπειρο… Μεγαλώνοντας υπό τις παραπάνω κοινωνικές συνθήκες –και, πρωτίστως, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που ευνοούσε την πνευματική του καλλιέργεια– δόθηκε στον Μπόρχες η ευκαιρία να εξοικειωθεί από πολύ μικρή ηλικία με τη γραφή, την ανάγνωση κι εν γένει το πλούσιο πολιτισμικό υπόβαθρο της αγγλοσαξονικής παράδοσης. Πολύ σύντομα, ο μόλις επτάχρονος συγγραφέας ήταν σε θέση να συντάξει στα ελληνικά (!) μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας, με την οποία είχε ήδη αναπτύξει εμμονή… Ένα χρόνο αργότερα, οι άνθρωποι του οικογενειακού του περιβάλλοντος θα παρακολουθήσουν έκπληκτοι τον μικρό Χόρχε να γράφει το πρώτο του διήγημα, ενώ στην ηλικία των εννιά, ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας θα αναλάβει εξ’ ολοκλήρου μόνος του τη μετάφραση και τη δημοσίευση του «Ευτυχισμένου πρίγκιπα» του Όσκαρ Ουάιλντ! Όπως ήταν αναμενόμενο, στα δώδεκά του, ο Μπόρχες ήταν πλέον ικανός να διαβάσει Σαίξπηρ από το πρωτότυπο κείμενο… Ο μόνος που δεν εξεπλάγη από τις θεαματικές επιδόσεις του Χόρχε ήταν ο πατέρας του (δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας στο επάγγελμα), ο οποίος στο παρελθόν είχε επιδείξει παρόμοιες λογοτεχνικές τάσεις, διαπρέποντας κυρίως στη σύνθεση σονέτων. Επιπλέον, το γεγονός ότι η πατρική οικία του μελλοντικού συγγραφέα και πολυπράγμονα ήταν εν πολλοίς χτισμένη με… βιβλία συνέβαλε σημαντικά ώστε ο Χόρχε να εξοικειωθεί γρήγορα με το συγκεκριμένο περιβάλλον, καταλήγοντας να θεωρεί τις πάσης φύσεως βιβλιοθήκες ως τον φυσικό του χώρο. Όσοι εξάλλου σύχναζαν στο σπίτι της οικογένειας Μπόρχες γνώριζαν ότι τα δωμάτια ήταν ασφυκτικά γεμάτα από συγγράμματα, τόμους ποίησης και δοκίμια τα οποία –καθώς στοιβάζονταν στα ράφια και στο πάτωμα, το ένα πάνω στο άλλο– δημιουργούσαν ομόκεντρους κύκλους κι αλλεπάλληλους λαβύρινθους… Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο ότι στο μέλλον το αρχετυπικό σύμβολο του «λαβυρίνθου» θ’ απασχολήσει ιδιαίτερα τον συγγραφέα, ενώ η συγκεκριμένη εμπειρία θα τον ωθήσει αργότερα ν’ αποκαλύψει ότι υπήρξε «η πλέον καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του», αφού ο ίδιος «ανέκαθεν φανταζόταν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης»!
Λόγω μιας σοβαρής εκφυλιστικής ασθένειας ή οποία απειλούσε να πλήξει ανεπανόρθωτα την όραση του Μπόρχες του πρεσβύτερου, η οικογένεια του Χόρχε εγκαθίσταται το 1914 στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου ο πατέρας του συγγραφέα θα μπορεί στο εξής να παρακολουθείται στενά από έναν εξειδικευμένο γιατρό. Παρότι είχε αλλάξει εντελώς περιβάλλον βρισκόμενος πια επί ευρωπαϊκού εδάφους, μίλια μακριά από την Αργεντινή, ο Χόρχε θα καταφέρει ν’ αφοσιωθεί αποκλειστικά στα μαθήματά του. Παρ’ όλα αυτά, η επερχόμενη ολική τύφλωση του πατέρα του επρόκειτο στο μέλλον να εμφανιστεί ως απειλητικό (και ουσιαστικά αναπόφευκτο) ενδεχόμενο και για τον ίδιο, εξαιτίας της κληρονομικής φύσης της ασθένειας. Το 1918, επιλέγοντας να μη συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, ο Μπόρχες αποφοιτεί από το Κολέγιο της Γενεύης και η οικογένειά του αποφασίζει να επαναπατριστεί στο Μπουένος Άιρες. Σύντομα, ωστόσο, αλλάζουν γνώμη λόγω των αναταραχών και της ασταθούς πολιτικής κατάστασης που επικρατεί στην Αργεντινή. Αντ’ αυτού, μέχρι το 1921 ο συγγραφέας θα ζήσει διαδοχικά με την οικογένειά του σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις – μεταξύ των οποίων στη Μαδρίτη, τη Σεβίλλη, τη Βαρκελώνη και τη Μαγιόρκα. Στο διάστημα της διαμονής του στην Ισπανία, ο Μπόρχες θα συνδεθεί σε φιλικό αλλά και σε δημιουργικό επίπεδο με τους «Ουλτραϊστές» («Ultraists»), έναν κύκλο διανοούμενων που κινούνται στο χώρο της πρωτοπορίας και του αβανγκάρντ. Στην πραγματικότητα, οι Ουλτραϊστές αποτελούσαν την ισπανική εκδοχή και ταυτόχρονα την απόλυτη ενσάρκωση και συνύπαρξη των ρευμάτων του ντανταϊσμού, του σουρεαλισμού και του εξπρεσιονισμού. Είναι η εποχή που ο συγγραφέας θα τελειοποιήσει τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα λατινικά του και θα μυηθεί στα ρεύματα του συμβολισμού, του μοντερνισμού, στην εξπρεσιονιστική τέχνη και τη γερμανική φιλοσοφία, εντρυφώντας ιδιαίτερα στον Σοπενάουερ. Το 1921, έπειτα από μακρόχρονη απουσία, ο Μπόρχες επιστρέφει στην Αργεντινή, ενώ την επόμενη χρονιά ιδρύει τα λογοτεχνικά περιοδικά «Proa» και «Prisma» με τη βοήθεια του ποιητή Macedonio Fernandez. Σύντομα, τον Αύγουστο του 1924 θ’ ακολουθήσει η έκδοση του «Proa II» και ο Χόρχε θα μετατραπεί σε κινητήρια δύναμη για πολλούς λογοτεχνικούς ομίλους του Μπουένος Άιρες, με αποτέλεσμα σύντομα ν’ αναδειχθεί σε ηγετική φυσιογνωμία για την πολιτιστική ζωή του τόπου του. Εντυπωσιασμένος από την πολιτισμική μεταμόρφωση που έχει υποστεί η γενέτειρα του στο διάστημα της απουσίας του (μα, ωστόσο, εξίσου γοητευμένος από την εγχώρια παράδοση) ο Μπόρχες θ’ ανακαλύψει εκ νέου μια σειρά από εικόνες της καθημερινότητας άμεσα συνυφασμένες με τον λαό της Αργεντινής, επιχειρώντας να τις προσεγγίσει μέσα από μια εντελώς διαφορετική οπτική. Οι ιστορίες που διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του συγγραφέα στις παρυφές της σύγχρονης μεγαλούπολης, υπό τους ελκυστικούς ρυθμούς του τάνγκο και της μιλόνγκας, είναι μοναδικές. Στα έργα του αρχίζουν ν’ αποτυπώνονται καθημερινές ιστορίες από τις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες όπου ζούνε γνήσιοι λαϊκοί χαρακτήρες με τη δική τους τοπική διάλεκτο (τυπικά παραδείγματα αποτελούν οι μόρτες ή «compafritos» και οι πόρνες από τους οίκους ανοχής), οι οποίες, με τη σειρά τους, συγχωνεύονται με αντίστοιχες αντιπροσωπευτικές εικόνες από την ύπαιθρο. Μία από αυτές είναι η επιβλητική μορφή του «γκάουτσο» (“gaucho”), του Αργεντινού καουμπόι που περιπλανιέται στις «πάμπας» (“pampa”), τις αχανείς εκτάσεις-λιβάδια της χώρας. Εν τέλει, εικόνες σαν τις παραπάνω θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά ενός σημαντικού μέρους του έργου του, συνθέτοντας τη θεματολογία της πρώτης ποιητικής του συλλογής με τίτλο «Ο πυρετός του Μπουένος Άιρες». Δεχόμενη συνεχώς πολυποίκιλες και διαφορετικές επιδράσεις, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30 η γραφή του Μπόρχες έχει αρχίσει ν’ αποκτά ένα βαθύτερο και μεταφυσικό χαρακτήρα. Έντονα επηρεασμένος από τους υπαρξιστές, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε λογοτεχνικό επίπεδο (Σαρτρ, Καμύ), καθώς και από τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ –την οποία χρησιμοποιεί συστηματικά ως εργαλείο προκειμένου να εμβαθύνει στην έννοια του «χρόνου», το μυστήριο της «ύπαρξης» και τις αρχέγονες καταβολές τους– ο Μπόρχες θ’ αποτολμήσει να καταδυθεί με δέος στα μυστικά της ανθρώπινης ψυχής, αντλώντας στοιχεία πρωτίστως από την ελληνική μυθολογία και τη θεωρία των πλατωνικών αρχετύπων. Δεν είναι τυχαίο ότι το βαθιά πνευματικό περιεχόμενο των ποιημάτων και των διηγημάτων του –τα οποία πλέον κατακλύζονται από εραλδικά, μυστικιστικά και αλχημιστικά σύμβολα– φανερώνει ισχυρούς συγγενικούς δεσμούς αίματος με τη μεταφυσική διδασκαλία μεγάλων μυστών όπως οι Έρμαν Έσσε, Οκτάβιο Παζ και Καρλ Γιούνγκ. Το 1931, μέσω της ένταξής του στη συντακτική ομάδα του «Sur», κορυφαίου λογοτεχνικού περιοδικού της Αργεντινής, ο Μπόρχες θα γνωριστεί με τον Αντόλφο Μπιόι Κασάρες (Adolfo Bioy Casares), έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους της χώρας. Οι δύο άντρες θα γίνουν αμέσως επιστήθιοι φίλοι παραμένοντας ταυτόχρονα στενοί συνεργάτες επί σειρά ετών. Εν συνεχεία, το 1933, ο συγγραφέας θ’ αρχίσει να συνεργάζεται με τη γνωστή εφημερίδα «Critica», διατηρώντας μια στήλη αποκλειστικά αφιερωμένη στη λογοτεχνία. Την ίδια περίοδο, θα του δοθεί η ευκαιρία να εργαστεί ως σύμβουλος λογοτεχνικών εκδόσεων στον εκδοτικό οίκο «Emece Editores», ενώ για ένα διάστημα (1936-1939) θ’ αρθρογραφήσει στη βραχύβια εφημερίδα «El Hogar» («Η Εστία»). Το 1937 ο Μπόρχες διορίζεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες ως βοηθός βιβλιοθηκάριος. Από τη συγκεκριμένη περίοδο, είναι παροιμιώδης η… μάταια προσπάθεια των συναδέλφων του να τον εμποδίζουν να καταχωρεί περισσότερα από εκατό βιβλία μέσα σε μόλις μία ώρα (!), τη στιγμή που για τη συγκεκριμένη εργασία απαιτείται συνήθως μια ολόκληρη μέρα! Όπως ήταν αναμενόμενο, μέχρι τη λήξη του ωραρίου του, ο συγγραφέας συνήθως περνούσε τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας του γράφοντας άρθρα ή διηγήματα στο υπόγειο της βιβλιοθήκης…
Το 1938 ο πατέρας του Μπόρχες πεθαίνει και το πλήγμα γι’ αυτόν είναι μεγάλο. Τελικά, το 1944 εκδίδονται οι «Λαβύρινθοι», ένα από τα έργα που συστήνουν τον Αργεντινό διανοούμενο για πρώτη φορά στο ευρύτερο κοινό, ενώ το 1949 τη σκυτάλη παίρνει το θρυλικό «Άλεφ». Όλα, ωστόσο, έχουν αλλάξει δραματικά ήδη από το 1946, όταν ο «δημοκρατικά εκλεγμένος» δικτάτορας Περόν με την άνοδό του στην εξουσία είχε επιχειρήσει απεγνωσμένα να θέσει τον Μπόρχες στο περιθώριο λογοκρίνοντας το έργο του δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό. «Απαλλάσσοντάς» τον από τις αρμοδιότητές του στη Βιβλιοθήκη έπειτα από οκτώ ολόκληρα χρόνια, σε χρόνο μηδέν ο Περόν εκτοπίζει τον συγγραφέα στη Δημοτική Αγορά του Μπουένος Άιρες εν είδει «προαγωγής», αναθέτοντάς του την εξευτελιστική αρμοδιότητα του «Επιθεωρητή Πουλερικών και Κουνελιών»! Αποφασίζοντας να προασπίσει με σθένος την αξιοπρέπειά του, ο Μπόρχες θα περιγράψει τον εαυτό του ως «αναρχικό ειρηνιστή». Παράλληλα, βάλλοντας κατά της εξουσίας, θα υπογράψει μια διακήρυξη υπέρ της δημοκρατίας δημοσιεύοντας μια επιστολή με την εξής δήλωση: «Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, τη δουλοπρέπεια και τη βαναυσότητα. Ωστόσο, το πιο αποτρόπαιο είναι ότι προωθούν την ηλιθιότητα.». Λόγω της επιδείνωσης του γλαυκώματος που απειλούσε σταδιακά την όρασή του –καθώς και της συνεπακόλουθης ανικανότητάς του ν’ ασχοληθεί συστηματικά με τη συγγραφή και την ανάγνωση– κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο συγγραφέας θα διοχετεύσει όλη του τη δημιουργικότητα σε δημόσιες διαλέξεις σε πανεπιστήμια και ιδιωτικά ιδρύματα, καταφέρνοντας να διαπρέψει και σε αυτόν τον τομέα. Έχοντας ήδη διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Χρονικά» του Μπουένος Άιρες για δύο χρόνια, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ανακηρύσσεται Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων (1950-1953) και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού (1950-1955). Τελικά, όταν το 1955 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περόν θ’ ανέβουν στην εξουσία, ο Μπόρχες θα διοριστεί επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, νιώθοντας για πρώτη φορά δικαιωμένος έπειτα από σειρά ετών. Την ίδια περίοδο, αποδεικνύοντας γι’ ακόμα μια φορά τη χαλκέντερη φύση του, ο συγγραφέας θα διευρύνει τις συνεργασίες του αρχίζοντας να γράφει σενάρια για ταινίες. Τελικά, ως επισφράγισμα της προσφοράς του στα γράμματα και τις τέχνες της Αργεντινής, το 1956 του απονέμεται το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ την ίδια χρονιά διορίζεται καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες – μια έδρα που ο συγγραφέας θα διατηρήσει μέχρι το 1970. Η είσοδος στη δεκαετία του ’60 σηματοδοτεί τη διεθνή αναγνώριση του Μπόρχες. Η μεγαλύτερη αφορμή με την οποία το αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό μπόρεσε να έρθει σε επαφή με το έργο του –παρακάμπτοντας τα περιοριστικά σύνορα του ισπανόφωνου κόσμου– στάθηκε η τιμητική διάκριση του συγγραφέα με το Βραβείο Φορμεντόρ το 1961, έναν τίτλο που ο Αργεντινός διανοούμενος μοιράστηκε από κοινού με τον θεατρικό συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ. Ακολούθησε η έναρξη και κατόπιν η διατήρηση μιας σταθερής και μακρόχρονης συνεργασίας με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, η οποία συνέβαλε κι αυτή σημαντικά στη διάδοση του έργου του στον αγγλόφωνο κόσμο. Ήδη από το 1962, τα έργα του αρχίζουν να μεταφράζονται συστηματικά σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Την ίδια στιγμή ο Μπόρχες, εν αγνοία του, προετοιμάζει κατάλληλα το έδαφος ούτως ώστε σύντομα να ξεπηδήσει μια νέα γενιά ισπανόφωνων και λατινόφωνων συγγραφέων. Οι τελευταίοι, πατώντας με τη σειρά τους στα χνάρια του συγγραφέα, θα δημιουργήσουν τη δική της εκδοχή για το λογοτεχνικό είδος που θα μείνει γνωστό ως «μαγικός ρεαλισμός». Μεταξύ των διακεκριμένων συγγραφέων που γνώρισαν διεθνή απήχηση με το έργο τους οφείλοντας –ως ένα μεγάλο βαθμό– τη φήμης τους στον Μπόρχες αναφέρουμε ενδεικτικά τους Ίταλο Καλβίνο, Χούλιο Κορτάσαρ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Κάρλος Φουέντες, Ουμπέρτο Έκο, και αργότερα τον Πάολο Κοέλιο. Δύο από τα συγγράμματα που συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοση της φήμης του Μπόρχες ήταν η αγγλική μετάφραση των «Λαβυρίνθων» (“Ficciones”, 1962), καθώς και η έκδοση του «Βιβλίου των φανταστικών όντων» (“The book of imaginary beings”, 1967). Το 1962 η ιταλική κυβέρνηση τον αναγορεύει “Commendatore”, ενώ το Πανεπιστήμιο του Ώστιν, με έδρα το Τέξας των ΗΠΑ, τον προσκαλεί για ένα χρόνο ως επισκέπτη καθηγητή. Το 1965 ο συγγραφέας θα βρεθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο ως επίτιμος προσκεκλημένος της βασίλισσας Ελισάβετ ΄Β, παραλαμβάνοντας από την ίδια έναν ειδικό τιμητικό τίτλο. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια διάσταση της συγγραφικής παρακαταθήκης του Μπόρχες η οποία σήμερα παραμένει σχετικά άγνωστη: Πρόκειται για τη σχέση που, ως ομφάλιος λώρος, συνδέει τους οραματισμούς του με τις βαθύτατες αναζητήσεις μιας ολόκληρης γενιάς νέων ανθρώπων οι οποίοι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 έψαχναν εναγωνίως για νέες αξίες και ιδανικά. Στην προαναφερθείσα περίοδο, το έργο του τυφλού μύστη θα ασκήσει τεράστια επιρροή στην ψυχεδελική κουλτούρα, το φοιτητικό κίνημα, τη γενιά της αμφισβήτησης, κι εν γένει σε όλο το κίνημα της «αντικουλτούρας», όπως αυτό θα διαμορφωθεί μέσα από την αβανγκάρντ μουσική, την εναλλακτική λογοτεχνία και τον πειραματικό κινηματογράφο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τόσο οι άμεσες όσο και οι έμμεσες, «κρυπτογραφικές» αναφορές στον Μπόρχες και το έργο του, όπως έχουν αποτυπωθεί στις σεκάνς της αντεργκράουντ, ψυχεδελικής ταινίας «Performance» (1970) του σκηνοθέτη Νίκολας Ρεγκ, με πρωταγωνιστές του Τζέιμς Φοξ, Μικ Τζάγκερ και Ανίτα Πάλενμπεργκ (βλ. παρακάτω φωτογραφία).
Δυστυχώς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Μπόρχες ήταν πια ολοκληρωτικά τυφλός. Μην έχοντας διδαχθεί ποτέ το σύστημα Μπράιγ, ο συγγραφέας ήταν ουσιαστικά ανίκανος να γράψει και να διαβάσει, έχοντας πλέον άμεση ανάγκη από τη φροντίδα της μητέρας του, η οποία εκτελούσε για λογαριασμό του χρέη προσωπικής γραμματέας. Το 1971 ο Μπόρχες παραλαμβάνει το διεθνές «Βραβείο Ιερουσαλήμ», έναν ξεχωριστό τιμητικό τίτλο ο οποίος εδώ και δεκαετίες απονέμεται σε συγγραφείς που διακρίνονται για την προοδευτική τους σκέψη και ασχολούνται με κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα, όπως π.χ., την προάσπιση της ειρήνης και της κοινωνικής πρόνοιας (άλλοι διανοούμενοι στους οποίους έχει κατά καιρούς απονεμηθεί είναι οι Μπέρτραντ Ράσελ, Οκτάβιο Παζ. Ευγένιος Ιονέσκο, Σιμόν ντε Μπουβουάρ, Μίλαν Κούντερα, Ερνέστο Σαμπάτο, Τζ. Μ. Κούτσι κ.ά.). Ωστόσο, όλα ανατρέπονται ξανά το 1973, όταν ο Χουάν Περόν επανέρχεται στην εξουσία ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του και έτσι ο Μπόρχες παραιτείται από τη θέση του στη Βιβλιοθήκη ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Λίγο πριν, υποκύπτοντας στις πιέσεις της υπέργηρης μητέρα του η οποία, διαισθανόμενη το τέλος της να πλησιάζει, επιθυμούσε να δει τον γιο της παντρεμένο, ο Μπόρχες είχε πραγματοποιήσει απρόθυμα έναν αποτυχημένο γάμο ο οποίος διήρκεσε από το 1967 έως το 1970. Ωστόσο, έπειτα από την έκδοση του διαζυγίου του, ο ιδιόρρυθμος συγγραφέας θα εξακολουθήσει να ζει ερμητικά, επιστρέφοντας στο μικρό του διαμέρισμα, δεχόμενος αποκλειστικά τις φροντίδες της οικιακής του βοηθού. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και ιδιαίτερα έπειτα από τον θάνατο της μητέρας του (1975), ο Μπόρχες αρχίζει να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο συμμετέχοντας σε συνέδρια και διαλέξεις, έχοντας πάντα στο πλευρό του ως γραμματέα και βοηθό την αργεντίνικης καταγωγής Μαρία Κοδάμα. Την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο συγγραφέας συνέθετε πολλά από τα έργα του με προφορικό τρόπο, συνήθως υπαγορεύοντας το κείμενο στην Κοδάμα ή σε άλλους συνεργάτες του. Το 1980 ο Μπόρχες παραλαμβάνει το βραβείο Prix mondial Cino Del Duca, ενώ σύντομα ακολουθούν το μετάλλιο της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής (1983) και το βραβείο Θερβάντες. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι ο Μπόρχες δεν τιμήθηκε ποτέ με το Νόμπελ Λογοτεχνίας αποτελεί μέχρι σήμερα μυστήριο για πολλούς αναγνώστες ανά τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα βραβείο το οποίο, πριν από αυτόν, δεν είχε παρομοίως απονεμηθεί σε κάποιους εξίσου σημαντικούς ομοτέχνους του όπως οι Λέο Τολστόι, Τζέιμς Τζόις, Γκράχαμ Γκριν και Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ! Πολλοί, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας δεν επελέγη για το βραβείο είναι ουσιαστικά πολιτικής φύσεως κι ενδεχομένως οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ουδέποτε καταδίκασε δημοσίως τα δικτατορικά καθεστώτα στη Χιλή, στην Ουρουγουάη και σε άλλες χώρες της Λατινικής και Νοτίου Αμερικής. Στην πραγματικότητα, ο Μπόρχες απεχθανόταν κάθε μορφή ολοκληρωτικού καθεστώτος, τόσο κομμουνιστικής όσο και συντηρητικής ή εθνικιστικής προέλευσης, αφού υπήρξε μία κατεξοχήν ευγενική φυσιογνωμία, ένας πράος και ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος με οξυμένη αίσθηση του χιούμορ, φύσει αντίθετος στη λογοκρισία. Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές του πεποιθήσεις, υπήρξε τουλάχιστον ξεκάθαρος αφού –όπως ήδη αναφέρθηκε– είχε περιγράψει τον εαυτό του ως «αναρχο-ειρηνιστή». Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ο Μπόρχες είχε πάντοτε στο πλευρό του τη Μαρία Κοδάμα, την οποία τελικά παντρεύτηκε στη Γενεύη, λίγο πριν πεθάνει. Έκτοτε, η Κοδάμα είναι η νόμιμη κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του συγγραφέα, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγες οι φορές που έχει κατηγορηθεί από τον κόσμο της διανόησης –καθώς και από σημαίνοντες διεθνείς εκδοτικούς οίκους (π.χ., τις γαλλικές εκδόσεις Gallimard)– για κακοδιαχείριση της πνευματικής κληρονομιάς και ταυτόχρονα σφετερισμό της φήμης και της περιουσίας του απελθόντα συζύγου της. Ο Μπόρχες απεβίωσε στις 14 Ιουνίου 1986 στη Γενεύη, την πόλη στην οποία είχε ζήσει και αγαπήσει στα χρόνια της πρώτης νιότης του. Ωστόσο σήμερα, το πνεύμα του μεγάλου μύστη παραμένει ολοζώντανο στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, με τον ίδιο τρόπο που παραμένει αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων η μνήμη του Ουίλιαμ Μπλέηκ και άλλων μυστών και αγίων που αγάπησαν τον άνθρωπο δίχως το παραμικρό ίχνος ιδιοτέλειας.
Το συμβολικό βάθος του έργου του Μπόρχες διαπιστώνεται από το εύρος των μυθοπλαστικών και κοσμογονικών αναφορών του. Όπως ακριβώς πράττει ο Ανδρέας Εμπειρίκος συνθέτοντας το δικό του «συναξάρι αγίων» στο θρυλικό ποίημα «Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι» (1963) –στους στίχους του οποίου όλοι οι ομογάλακτοι του ποιητή συνωστίζονται στην ίδια πινακοθήκη διασχίζοντας τους αιώνες ως χερουβείμ του Ουίλιαμ Μπλέηκ– έτσι και στο πολυδιάστατο έργο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες αντανακλάται με βασανιστική ευκρίνεια –σαν μέσα από καθρέπτη– η αινιγματική φύση του σύμπαντος, ιδωμένη ωστόσο μέσα από την υπερβατική οπτική της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα. Αποφεύγοντας συνειδητά να εκφράζεται μέσα από εκτενή και πολυσέλιδα έργα, τα οποία –σύμφωνα με τον ίδιο– συχνά αποδεικνύονται κουραστικά και άνευ ουσίας για τον αναγνώστη, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50 –όταν πια η τύφλωσή του γίνεται ολική– ο Μπόρχες αρχίζει να επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην ποίηση, καταφέρνοντας σταδιακά να αποστηθίζει ολόκληρο το κείμενο. Παρότι ως συγγραφέας καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (ποίηση, πεζογραφήματα, δοκίμια, σενάρια, κριτικές, προλόγους), τα ποιήματα, τα διηγήματα και τα δοκίμιά του είναι εκείνα που βρίθουν μυθολογικών, ιστορικών, θρησκειολογικών, φιλοσοφικών κι επιστημονικών αναφορών. Στο έργο του Μπόρχες οι θεμελιώδεις αρχές και η πεμπτουσία τόσο του χριστιανισμού όσο και των υπόλοιπων μεγάλων θρησκειών της ανθρωπότητας αναδομούνται και επαναπροσδιορίζονται, συνθέτοντας με αυτό τον τρόπο ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό. Πάνω στις ψηφίδες του, η αρχέγονη μνήμη και τα καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα γίνονται ένα μες στην αχλή του μύθου μέσω της απαιτητικής τέχνης της αναδόμησης, της οποίας ο συγγραφέας είναι άριστος γνώστης. Επιπλέον, εφαρμόζοντας την τεχνική του κολάζ – και ακόμα περισσότερο, την υψηλή τέχνη της «λογοτεχνικής απάτης» ή «πλαστογραφίας» («literary forgery»)– ο Μπόρχες είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να ανατρέξει σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο επιθυμήσει ο ίδιος ανά τους αιώνες, ενσωματώνοντας όσα στοιχεία κατέχουν ζωτική σημασία για το έργο του. Παράλληλα, είναι γνωστή η τάση του να γράφει πραγματείες και απολαυστικές αναλύσεις για απολύτως φανταστικούς χαρακτήρες, παίρνοντας συχνά τη σκυτάλη από τον αρχικό συγγραφέα (αν υπάρχει) για να μας παραδώσει τη δική του «εκδοχή» για έναν ακρογωνιαίο λίθο της παγκόσμιας λογοτεχνίας (ή, ακόμα, για να γράψει τη συνέχεια ενός έργου… που δεν υπήρξε ποτέ!) Ο Μπόρχες είναι ένας ευφυής «κιβδηλοποιός» ο οποίος ειδικεύεται συστηματικά στην «παραποίηση της πραγματικότητας» και την κριτική παρουσίαση ανύπαρκτων έργων εν είδει μιας… συμπαντικής φάρσας! Όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει πει: «Πάντα προτιμούσα να γράφω σημειώσεις που να αφορούν φανταστικά βιβλία. Όταν γράφω, δεν σκέφτομαι τον αναγνώστη (γιατί ο αναγνώστης είναι ένα φανταστικό πρόσωπο), ούτε τον εαυτό μου (ίσως κι εγώ να είμαι ένα φανταστικό πρόσωπο). Σκέφτομαι αυτό που προσπαθώ να αποδώσω και κάνω ό,τι μπορώ για να μην το καταστρέψω…» Αν εξετάσουμε την παράλληλη ιδιότητα του Μπόρχες ως μεταφραστή, θα πρέπει αρχικά να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο συγγραφέας υπήρξε δίγλωσσος ήδη από τα πρώιμα παιδικά του χρόνια (αγγλικά, ισπανικά), ενώ αργότερα εξελίχθηκε σε άριστο χειριστή πολλών γλωσσών (γαλλικά, γερμανικά, λατινικά, αρχαία αγγλικά, αρχαία σκανδιναβικά). Έχοντας εξαρχής όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε δεινό μεταφραστή (κυρίως λόγω της έμφυτης φιλομάθειάς του, της πλούσιας παιδείας, της κοσμοπολίτικης καταγωγής και της ισορροπημένης οικογενειακής ανατροφής του), ο Μπόρχες ανέπτυξε στο έπακρο όλες του τις αισθήσεις, καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησε στη θέση της η αρχικά ατροφική κι εν συνεχεία απολεσθείσα όρασή του. Μεγεθύνοντας τις ήδη οξυμένες αισθήσεις του μέσω της οδυνηρής εμπειρίας της τύφλωσης, ο ποιητής καλλιεργεί ενστικτωδώς το ένστικτο της ενόρασης. Διαισθανόμενος πράγματα μη αντιληπτά για τη συνείδηση του μέσου ανθρώπου, είναι πλέον ικανός να αποδώσει την παραμικρή, τη λεπτότερη ποιητική απόχρωση... Εξάλλου, ο ίδιος ο Μπόρχες υποστήριζε ότι «το πρωτότυπο δεν είναι ποτέ πιστό στη μετάφραση», καθώς και ότι το μετάφρασμα μπορεί τελικά να είναι ανώτερο και περισσότερο εμπνευσμένο από το πρωτότυπο…
Από τις σελίδες των βιβλίων του –οι οποίες είναι κατάμεστες από ημερομηνίες, γενεαλογικά δέντρα, ονόματα και τοποθεσίες– παρελαύνουν θρυμματισμένα αρχέτυπα προερχόμενα από τον κόσμο των ιδεών: ξίφη, εραλδικά σύμβολα, θυρεοί, κλεψύδρες, ρολόγια, εκκρεμή, καθρέπτες, λαβύρινθοι, χάρτες, κοχύλια, όστρακα, γεωμετρικά σύμβολα, μαίανδροι, σπείρες, ελικοειδείς σχηματισμοί, θιβετιανά mandala, μυθολογικά όντα, μυθικές μορφές νεκρών βασιλιάδων και ηρώων. Η γενικότερη αίσθηση που αναβλύζει από τα γραπτά του Μπόρχες είναι ότι ο φαινομενικά «πραγματικός» κόσμος της καθημερινότητας, όπως τον αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, είναι ολότελα επινοημένος –σχεδόν εφευρημένος. Ταυτόχρονα, το ίδιο ισχύει και για τον κόσμο των ιδεών, ο οποίος αποτελεί αντανάκλαση των ίδιων θραυσμάτων και ψευδαισθήσεων, συνθέτοντας έτσι ένα μετείκασμα της «πραγματικότητας». Οι «Μυθοπλασίες» είναι ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του συγγραφέα, στο οποίο ο αναγνώστης συναντά πολλά από τα παραπάνω σύμβολα. Έχοντας ως σαφή αφετηρία τα ήθη, τα έθιμα, τη λαϊκή παράδοση και την ιστορία του τόπου του –της ευλογημένης γης της Αργεντινής– στα σημαντικότερα ερεθίσματα από τα οποία ο Μπόρχες αντλεί την έμπνευσή του μπορούμε να συμπεριλάβουμε τα μαθηματικά, τη θεολογία, τον κόσμο των πλατωνικών αρχετύπων, την παγκόσμια μυθολογία (κελτική, σκανδιναβική, αιγυπτιακή και πρωτίστως την ελληνική), κάποια από τα αρχαιότερα καταγεγραμμένα κείμενα στην ιστορία της ανθρωπότητας (η Αιγυπτιακή και η Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών, το Έπος του Γιλγαμές, η Μπαγκαβάτ-Γκίτα), καθώς και ορισμένα μεταγενέστερα (Μπέογουλφ, Καλεβάλα, Έπος των Νιμπελούγκεν). Ωστόσο, πλάι στα δοκίμιά του με θέμα τις πολιτισμικές ρίζες της πατρίδας του (όπως π.χ., την ιστορία του τάνγκο, τον Κάρλος Γκαρντέλ και τις μελωδίες που ξεχύνονται από το μικροσκοπικό μπαντονεόν, την αγροτική ύπαιθρο και τους «γκάουτσος» της «πάμπας» ή ακόμα τις λαϊκές συνοικίες με τα κόκκινα φανάρια και τους μάγκες του δρόμου), εξέχουσα θέση στα γραπτά του κατέχουν τα ιερά χριστιανικά, ισλαμικά, βουδιστικά και εβραϊκά κείμενα (Παλαιά και Καινή Διαθήκη, Κοράνιο, Ευαγγέλια, απόκρυφα και μη), καθώς και κάποιες περισσότερο «ομιχλώδεις» επιστήμες όπως ο Γνωστικισμός, η Αριθμοσοφία, το Ταλμούδ, η Καββάλα, η Κρυπτοζωολογία (στα συγγράμματά του αφθονούν οι αναφορές σε μυθολογικά πλάσματα όπως οι Κυνοκέφαλοι, οι Σειρήνες και οι Αμαζόνες). Το παζλ συμπληρώνεται από εύθραυστα «κομμάτια» απαράμιλλης ομορφιάς όπως η ιαπωνική ποίηση και η τεχνική των «χαϊκού». Έχοντας εντρυφήσει στη διδασκαλία των μεγαλύτερων μυστών της ανθρωπότητας (Ιησούς, Βούδας, Σωκράτης και Πυθαγόρας), και βρισκόμενος σε μια συνεχή εναλλαγή του φωτός με το σκοτάδι, ο Μπόρχες δημιουργεί ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο αποτελούμενο από φαινομενικά «αντίθετα» αλλά ουσιαστικά αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Το διονυσιακό και το απολλώνιο, το γιν και το γιανγκ, μπλέκονται ατέρμονα το ένα μέσα στο άλλο… Στα γραπτά του, η εβραϊκή μυθολογία και η Βίβλος, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», η «Θεία Κωμωδία» του Δάντη και τα περίφημα «ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ, οι «Χίλιες και μια νύχτες» της περσικής παράδοσης και οι στροβιλισμοί των εκστατικών δερβίσηδων του Σουφικού τάγματος του Τζελαλεντίν Ρουμί αναμειγνύονται με τα αρχετυπικά έργα – «ακρόπρωρα» της κλασικής και της νεότερης λογοτεχνίας. Εδώ, οι επιρροές του από Σαίξπηρ, Θερβάντες, Πόε, Γουόρντσγουορθ, Μέλβιλ, Ντοστογιέφσκι, Ουίτμαν, Λάβκραφτ, Γουέλς, Κόνραντ, Φόκνερ, Γέητς, Έσσε και Κάφκα είναι εμφανείς (έργα πολλών εκ των οποίων έχει μεταφράσει). Μέσα από την αινιγματική μυθολογία του ο Μπόρχες αναδύεται ως ένας εξαϋλωμένος προφήτης, ως πνευματικό τέκνο της φαντασίας του Μπλέηκ. Ίπταται πάνω από τα κεφάλια των αναγνωστών ως αγγελιαφόρος της αγάπης και της μυστηριώδους συνεύρεσης των ουρανών και της κόλασης. Ο Μπόρχες είναι ο αδιαφιλονίκητος μάντης Τειρεσίας όχι μόνο της ισπανόφωνης αλλά και τη διεθνούς λογοτεχνίας… Ως εκ τούτου, στα δοκίμια και στους στίχους του παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου συνάθροιση φιλοσόφων, μυστών και άλλων πνευματικών δασκάλων. Μεταξύ άλλων, μέσα στον εν λόγω συνωστισμό διακρίνουμε φυσιογνωμίες όπως ο Όμηρος, ο Ηράκλειτος, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Γαλιλαίος οι οποίοι συνδιαλέγονται με εκλεκτούς επιγόνους τους όπως οι Σαίξπηρ, Σοπενάουερ, Σβέτενμποργκ, Νίτσε και Γιούνγκ. Στην αναπαράσταση του ακριβώς διπλανού ξυλόγλυπτου τριπτύχου, ο Ιησούς δρασκελίζει τον αέρα πλάι στους έκπτωτους αγγέλους από τον «Απολεσθέντα Παράδεισο» του Μίλτον, ενώ οι προσωκρατικοί συνομιλούν με τον Μαρινέτι και τους φουτουριστές των αρχών του 20ού αιώνα… Διαγράφοντας παράλληλη τροχιά, οι ήρωες του Διονυσιακού, του Θηβαϊκού και του Ομηρικού κύκλου (Αριάδνη, Οιδίποδας, Οδυσσέας) διασταυρώνονται με τους Πρωτόπλαστους, τον σκανδιναβικό θεό Οντίν, τον Αινεία, τους Άραβες σοφούς, τον Καρτέσιο, τον Σπινόζα και τους Άγγλους ρομαντικούς ποιητές. Ο Μπόρχες νιώθει σαν τον Δημιουργό που κρατάει στα φλεγόμενα χέρια του μια μικρογραφία της υφηλίου. Είναι ο πανούργος Ερμής της ελληνικής μυθολογίας, το παιχνιδιάρικο ξωτικό της κελτικής παράδοσης, ο «trickster» ή «συμπαντικός κατεργάρης» της γιουνγκιανής κοσμογονίας. Κινείται στις εσχατιές του σύμπαντος πετώντας με μεγάλη άνεση ανάμεσα στους πλανήτες και τους αστερισμούς. Μεταχειρίζεται ολόκληρη την πλάση σαν παιχνίδι, παίρνοντάς την, κατά βάθος, πολύ στα σοβαρά… Εξ ου και η έντονη αίσθηση του χιούμορ, της ειρωνείας και του αυτοσαρκασμού, που τον χαρακτηρίζουν. Την ίδια στιγμή, ο Μπόρχες ψάχνει για το βαθύτερο νόημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Οι συνειρμοί της σκέψης του ισοδυναμούν με γρίφους, είναι μυστηριώδεις, διφορούμενοι και γεμάτοι υπαινιγμούς. Ο Μπόρχες συχνά υποστήριζε ότι «όλοι είμαστε Έλληνες» και ότι «όλη η Δύση είναι Ελλάδα εν εξορία, όλοι οι Δυτικοί είναι Έλληνες εν εξορία». Παρά την άφατη εκτίμησή του και τις αναμφισβήτητες επιδράσεις του από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αγνοούσε το έργο σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών της εποχής του (εν μέρει λόγω της τύφλωσής του). Μοναδικές εξαιρέσεις αποτελούσαν ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης. Αργότερα, ωστόσο, κάποιοι μελετητές του έργου του εντόπισαν πολλές ομοιότητες και κοινά σημεία αναφοράς με το μυθολογικό σύμπαν του Νίκου Εγγονόπουλου! Εν κατακλείδι, πέρα από την εμφανέστατη επιρροή του από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, είναι γεγονός ότι από τη μινωική Κνωσό μέχρι την πολύπαθη Τροία, από την Κόρδοβα μέχρι τα σκανδιναβικά φιόρδ, από το σπήλαιο της Αλταμίρας μέχρι τον κήπο της Γεσθημανή και τον Γολγοθά, όπως και από την αρχαία Ρώμη μέχρι τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, το πνεύμα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες θα συνεχίσει να πλανάται ελεύθερο πάνω από οτιδήποτε αόρατο ή επιστητό, θυμίζοντάς μας ότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μύστες και φιλοσόφους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.

Ο Γιώργος Τσελώνης εξετάζει τι συνδέει τη ναυτική τραγωδία του φαλαινοθηρικού Essex –η οποία τον χειμώνα του 1820 εξελίχθηκε σε ιστορία κανιβαλισμού– με το μυθιστόρημα "Moby-Dick" του Herman Melville και το τραγούδι “Nantucket Sleighride” των blues rockers Mountain.


Η νήσος Ναντάκετ (Nantucket) βρίσκεται 30 μίλια από το ακρωτήριο Κοντ της Μασαχουσέτης (Cape Cod), βόρεια της Βοστόνης, στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ. Ήδη από τον 18ο αιώνα, το Ναντάκετ ήταν γνωστό σε όλη την Αμερική αλλά και σε όλο τον κόσμο ως ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια οργανωμένης φαλαινοθηρίας. Μέχρι το καλοκαίρι του 1819, ο στόλος των φαλαινοθηρικών του Ναντάκετ αριθμούσε περισσότερα από 70 πλοία που «όργωναν» τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό για το κρέας και το λίπος της φάλαινας – και ιδιαίτερα του φυσητήρα (sperm whale). Μεταξύ αυτών ήταν και το 238 τόνων Essex, ένα από τα παλαιότερα σκαριά, το οποίο ωστόσο είχε πολύ καλή φήμη και μάλιστα θεωρούνταν και τυχερό από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες του. Τον Αύγουστο του 1819 ο George Pollard Jr. έγινε καπετάνιος του πλοίου σε ηλικία 29 ετών επανδρώνοντας το πλήρωμα με 20 ακόμα άντρες νεαρής ηλικίας – μεταξύ των οποίων και ο έφηβος ξάδελφός του Owen Coffin, τον οποίο έθεσε εξαρχής υπό την προστασία του. Μεταξύ του 21μελούς πληρώματος βρίσκονταν επίσης ο υποπλοίαρχος Owen Chase (φωτό) και ο καμαρότος Thomas Nickerson – δύο πρόσωπα «κλειδιά» για τη μετέπειτα διάδοση της φήμης του πλοίου σε όλο τον κόσμο… Το Essex σάλπαρε από το λιμάνι του Ναντάκετ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς για ένα προγραμματισμένο ταξίδι δυόμισι ετών στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ, στον Ειρηνικό. Ωστόσο, το πλοίο αποδείχθηκε κακότυχο μόλις δύο μέρες μετά τον απόπλου του, όταν υπέστη σημαντικές ζημιές σε μια θύελλα στη μέση του ωκεανού και κάποιες από τις βάρκες του καταστράφηκαν. Εντούτοις, το πλήρωμα του Essex αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι του και να επισκευάσει τις ζημιές στο πρώτο λιμάνι που θα συναντούσε, φοβούμενο ωστόσο να αποβιβαστεί σε κάποιο άγνωστο νησί του Ειρηνικού επειδή υπήρχαν φήμες ότι ενδεχομένως κατοικούνταν από φυλές κανιβάλων… Διαπλέοντας τον Ειρηνικό, το Essex έφτασε στα νησιά Γκαλάπαγκος (Galapagos), το φθινόπωρο του 1820 όπου το πλήρωμα εντόπισε χελώνες με το κρέας των οποίων μπόρεσε να τραφεί, δεδομένου ότι οι προμήθειες σε τρόφιμα και νερό είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν δραματικά. Στις 20 Νοεμβρίου 1820 το πλοίο βρισκόταν 2.000 ναυτικά μίλια από την ακτή όταν εμβολίστηκε από έναν τεράστιο φυσητήρα (μεγαλύτερο από 20 μέτρα, σύμφωνα με τους μετέπειτα επιζώντες), με αποτέλεσμα να βυθιστεί. Το πλήρωμα επιβιβάστηκε στις μοναδικές τρεις βάρκες του φαλαινοθηρικού που είχαν απομείνει. Έπειτα από αρκετές μέρες περιπλάνησης στον ωκεανό –κι αφού πλέον τα αποθέματα τροφής είχαν εξαντληθεί και το πλήρωμα έπινε τα ούρα του για να επιβιώσει– οι ταλαιπωρημένοι ναυτικοί βρήκαν καταφύγιο στη νήσο Henderson όπου μέσα σε ελάχιστες βδομάδες κατάφεραν σχεδόν να αφανίσουν τα αποθέματα τροφής του μικρού νησιού (κυρίως καβούρια ή κρέας πουλιών και τα αυγά τους). Δεδομένου ότι μόνο τρεις άντρες αποφάσισαν να παραμείνουν στο νησί, οι υπόλοιποι, έχοντας μαζί τους νερό αλλά λιγοστή τροφή, αναχώρησαν με τις βάρκες ελπίζοντας να φτάσουν σύντομα στη Νήσο του Πάσχα. Γρήγορα, όμως, το πλήρωμα που βρισκόταν μοιρασμένο στις τρεις βάρκες χωρίστηκε λόγω μιας δυνατής θύελλας, κι έτσι οι ναυτικοί έχασαν ολοκληρωτικά την επαφή μεταξύ τους. Έχοντας πλέον αγγίξει την απόλυτη εξαθλίωση, γύρω στα μέσα του Γενάρη οι άντρες άρχισαν να πεθαίνουν ένας ένας από την εξάντληση και την πείνα. Κι ενώ σύμφωνα με την απαράβατη ναυτική παράδοση τα πρώτα θύματα ρίχτηκαν στη θάλασσα, γρήγορα οι εναπομείναντες ναυαγοί συνειδητοποίησαν ότι δεν τους απέμενε παρά να τραφούν με τις σάρκες των νεκρών συντρόφων τους. Μέσα σε μερικές βδομάδες ο κανιβαλισμός είχε γίνει γι’ αυτούς μια συνηθισμένη πρακτική τόσο στη βάρκα του Chase όσο και στου Pollard (η τρίτη βάρκα στην οποία επέβαιναν οι ναύτες Hendricks, Bond και West χάθηκε για πάντα).
Αποκορύφωμα της τραγωδίας αποτέλεσε η απόφαση του αποδεκατισμένου πληρώματος της βάρκας του Pollard να τραβηχτεί κλήρος ώστε ο χαμένος να προσφερθεί ως τροφή προκειμένου να επιβιώσουν οι υπόλοιποι. Άτυχος αποδείχτηκε ο νεαρός Owen Coffin ο οποίος αποδέχτηκε πρόθυμα τη μοίρα του – παρότι ο μεγαλύτερος σε ηλικία ξάδελφός του πλοίαρχος Pollard (ο οποίος είχε δεσμευθεί στην οικογένειά του να τον προστατεύει) ζήτησε αντ’ αυτού να σκοτώσουν και να φάνε τον ίδιο. Τελικά ένας ναύτης ονόματι Ramsdell πυροβόλησε και σκότωσε τον Coffin, οι σάρκες του οποίου χρησίμευσαν ως τροφή τόσο γι’ αυτόν όσο τελικά και για τον συντετριμμένο Pollard. Όταν τελικά στις 23 Φεβρουαρίου 1820 το φαλαινοθηρικό Dauphin εντόπισε τους δύο άντρες καταμεσής του ωκεανού έπειτα από την τρίμηνη περιπλάνησή τους στη θάλασσα, οι διασώστες τους έμειναν άναυδοι αντικρίζοντας «τους ναυαγούς με τις γενειάδες τους βουτηγμένες μες στο αίμα και την αλμύρα» να «ρουφούν το μεδούλι των ανθρώπινων οστών που βρίσκονταν σκορπισμένα στον πάτο της βάρκας τους…» Στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν οι επιζώντες της βάρκας του Chase από ένα άλλο φαλαινοθηρικό, ενώ ακόμα τυχερότεροι στάθηκαν οι ναυαγοί της νήσου Henderson, οι οποίοι είχαν επιβιώσει και οι τρεις. Συνολικά, από τους 21 άντρες του πληρώματος, μόνο οι 8 επέζησαν (οι 6 «ετάφησαν» στη θάλασσα, ενώ οι άλλοι 7 έγιναν τροφή για τους συντρόφους τους). Η παραπάνω περιγραφή ανήκει στον Αμερικανό συγγραφέα και ερευνητή Nathaniel Philbrick –βαθύ γνώστη της ναυτικής ιστορίας– ο οποίος το 2000 εξέδωσε το μυθιστόρημα In the heart of the sea – The tragedy of the whaleship Essex (Viking Press, US – κυκλοφόρησε και σε μορφή audiobook), αντλώντας το υλικό του από τα ημερολόγια και τις μαρτυρίες των επιζώντων του ναυαγίου. Η γνωστότερη πηγή υπήρξε το χρονικό που εξέδωσε το 1821 ο Owen Chase λίγους μόλις μήνες μετά την επιστροφή του στο Ναντάκετ: πρόκειται για την εξιστόρηση 128 σελίδων με τίτλο Narrative of the most extraordinary and distressing shipwreck of the whaleship Essex η οποία λειτούργησε ως έμπνευση για να γράψει αργότερα ο Herman Melville το μυθιστόρημα Moby-Dick (1851), ακρoγωνιαίο λίθο της αμερικανικής λογοτεχνίας (με τη διαφορά ότι το βιβλίο του Melville τελειώνει με το ναυάγιο και τον θάνατο του καπετάνιου Ahab, ενώ αντίθετα η πραγματική τραγωδία των ναυαγών του Essex ξεκινάει από αυτό το σημείο). Ωστόσο, το μυθιστόρημα του Philbrick In the heart of the sea αντλεί πρωτίστως τις πηγές του από ένα χειρόγραφο που παρότι είχε γραφτεί το 1876, βρέθηκε μόλις τη δεκαετία του 1960 στη σοφίτα ενός σπιτιού στη Νέα Υόρκη. Ένας ειδικός εγγυήθηκε την αυθεντικότητα του χειρογράφου και αποφάνθηκε ότι ήταν το σημειωματάριο του Thomas Nickerson, καμαρότου του Essex. Εντούτοις, το ημερολόγιο του ναυτικού εκδόθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, με τίτλο The Loss of the ship Essex sunk by a whale and the ordeal of the crew in open boats. Ως ένα βαθμό, η εξιστόρηση των γεγονότων από τον Nickerson ανέτρεπε σε αρκετά σημεία αυτήν του Chase που είχε προηγηθεί, ρίχνοντας βάρος στη διαφορετική απεικόνιση των χαρακτήρων και της στάσης των αντρών του πληρώματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος “Nantucket sleighride” χρησιμοποιούνταν από τους φαλαινοθήρες του Ναντάκετ για να περιγραφεί η φρενήρης καταδίωξη - «διελκυστίνδα» που ακολουθούσε αφότου το πλήρωμα της βάρκας είχε καρφώσει με καμάκια τη ράχη της φάλαινας και αυτή άρχιζε να παρασέρνει μαζί της το σκάφος, κολυμπώντας με τρομακτική ταχύτητα μες στα κύματα. Στο δεύτερο άλμπουμ τους Nantucket Sleighride (1971) οι Βρετανοί blues rockers Mountain έχουν αφιερώσει το σχεδόν 6λεπτο ομώνυμο κομμάτι “Nantucket sleighride (to Owen Coffin)” στη μνήμη του πλέον άτυχου ναυτικού της τραγωδίας του Essex. Στο gatefold εσώφυλλο του δίσκου απεικονίζεται σε ασπρόμαυρο σκίτσο μια σκηνή καταδίωξης φάλαινας από φαλαινοθηρικό πλοίο (κάτω φωτό).