Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Γιώργος Τσελώνης - "Patti Smith: Sketches of Pain – Εξόριστη στη λεωφόρο του Rock ‘n’ roll" - Επιλεγμένα αποσπάσματα


Παρακάτω παρατίθενται επιλεγμένα αποσπάσματα από το πρώτο βιβλίο μου, τη μουσική βιογραφία "Patti Smith: Sketches of Pain – Εξόριστη στη λεωφόρο του Rock ‘n’ roll" (μεταφράσεις, επιλογή-επιμέλεια κειμένων: Γιώργος Τσελώνης, εκδόσεις Οξύ, 2008). Η μεγάλη Αμερικανίδα περφόρμερ και ποιήτρια μάς κλείνει με νόημα το μάτι, μιλώντας μας σε πρώτο πρόσωπο για τις εμπειρίες που σημάδεψαν τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια, διαμορφώνοντας το καλούπι της πολυδιάστατης καλλιτεχνικής της περσόνας. Η συνέχεια για τους απανταχού ενδιαφερόμενους, μυημένους στο rock ‘n’ roll (και μη), πλέον επί χάρτου…



«Ο καλλιτέχνης είναι σαν την κάμπια: Κουλουριάζεται και συστρέφεται συνεχώς, μέχρι να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Ο ίδιος κύκλος επαναλαμβάνεται συνεχώς. Για να μπορέσει να νιώσει τη μαγεία της αναγέννησης, από το κουκούλι πρέπει να επιστρέψει στο αρχικό αηδιαστικό στάδιο της κάμπιας.»
«Ακόμα και ως παιδί είχα συνεχώς την εντύπωση ότι κάποιος με τραβάει κρυφά με την κάμερα… Ήταν σαν κάποιος άγιος –κάπου στο διάστημα– να τραβάει πανοραμικά πλάνα ολόκληρης της γης, και ξαφνικά να κάνει ζουμ απάνω μου από ψηλά [...]. Ένιωθα λίγο άβολα με την εξωτερική μου εμφάνιση. Στην ουσία, με έβλεπα σαν ασχημόπαπο… Παρά όμως τις αδέξιες κινήσεις μου και το κοκαλιάρικο και αγύμναστο σώμα μου, έτρεχα γρηγορότερα απ’ όλους και είχα κότσια για τα πάντα. Ναι μεν ήμουν φιλάσθενη, αλλά παράλληλα –ως η μεγαλύτερη από τα αδέλφια μου– ένιωθα τεράστια ευθύνη απέναντί τους. Πάντως, το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα αποξενωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Είχα φτάσει στο σημείο να πιστεύω ότι ήμουν υιοθετημένη ή απλώς… εξωγήινη! Ωστόσο, αυτό που συνήθως μου έσωζε τη ζωή είναι ότι πάντα έβρισκα κάτι να με απορροφά, στο οποίο αφιέρωνα όλο μου τον χρόνο και την προσοχή.»
«Εκείνη την περίοδο ήμουν συνεχώς καυλωμένη, αλλά κανείς δεν μου είχε πει ότι τα κορίτσια καυλώνουν! Ήταν τραγικό, γιατί δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ προκειμένου να εξωτερικεύσω όλα αυτά που ένιωθα. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος χτυπούσα εκνευρισμένη τα πόδια μου στο πάτωμα –κάτω από το θρανίο–, έχοντας πάντα αυτή την περίεργη αίσθηση ανάμεσα στα σκέλια μου, χωρίς φυσικά να ξέρω τι είναι… Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα αγγίξει το κορμί μου. Ζούσα τα πάντα με τη φαντασία μου. Και ήμουν τόσο καυλωμένη στο σχολείο που το σώμα μου έμοιαζε με αγωγό ηλεκτρικού ρεύματος. Σου λέω, ήταν σαν να είχα κόκαλα από νέον! Τα σχόλια και οι παρατηρήσεις των καθηγητών στην καρτέλα επιδόσεών μου έλεγαν πάντα ότι “η Patti Lee είναι υπερβολικά αφηρημένη και ονειροπολεί συνεχώς”. Έτσι, μην ξέροντας τι ήταν αυτό που μου συνέβαινε, επέστρεφα κάθε μέρα σπίτι από το σχολείο για ν’ αυνανιστώ, αφήνοντας το σώμα μου να χαλαρώσει και τις σκέψεις να ξεχυθούν ανακουφιστικά από το μυαλό μου.»
«Ο κόσμος της φαντασίας που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μέσω της θρησκευτικής εμπειρίας είναι κάτι το καταπληκτικό… Αυτό που δεν μπορώ ν’ ανεχτώ σε καμία περίπτωση είναι το δόγμα. Αυτό που κάνει τη μουσική –και γενικότερα την τέχνη– συγκλονιστική είναι ότι τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σ’ εμποδίσει να ασχοληθείς με αυτήν. Με αυτό τον τρόπο σου προσφέρονται άπειρες δυνατότητες. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι τέχνες σαν τη μουσική αποτελούν το κατάλληλο κλειδί για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει και να προσεγγίσει το φαινόμενο της θρησκείας. Οι άνθρωποι ζητούν απεγνωσμένα να πιστέψουν σε κάτι. Επειδή όμως το θρησκευτικό κατεστημένο κάθε φορά τους φορτώνει με ένα σωρό κανονισμούς και τους πνίγει με περιορισμούς και απαγορεύσεις, το όλο εγχείρημα καταλήγει τελικά να τους αποθαρρύνει […]. Ο Θεός δεν μπορεί να καταλάβει τον πόνο μας. Χρειαζόμαστε έναν νέο άγιο… Και η αλήθεια είναι ότι ένα γαμημένο ροκ κομμάτι μπορεί να με ανυψώσει πολύ περισσότερο από την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη ή από οποιοδήποτε ευαγγέλιο. Δημιουργήσαμε το rock ‘n’ roll καθ’ εικόνα και ομοίωσή μας! Είναι το παιδί μας!»
«Δεν θεωρώ ότι το να γράφει κανείς είναι μια διαδικασία που απαιτεί αυτοσυγκέντρωση και απομόνωση. Πιστεύω ότι είναι μια άκρως φυσιολογική δραστηριότητα. Όταν είμαι στο σπίτι και κάθομαι να γράψω στη γραφομηχανή, τρελαίνομαι τελείως… Στριφογυρίζω στη θέση μου σαν μαϊμού! Η απόλαυση που μου προσφέρει το γράψιμο αρκεί από μόνη της για να με κάνει να χύσω και να μουσκέψω τα εσώρουχά μου… Αντί να σουτάρω πρέζα, το ρίχνω στη μαλακία. Αυνανίζομαι δεκατέσσερις φορές σερί… Στο τέλος αρχίζω και βλέπω διαστημόπλοια να προσγειώνονται στα οροπέδια των Αζτέκων – τέτοια πράγματα… Βλέπω μυστήριες εικόνες. Βλέπω ναούς, υπόγειους ναούς, με αλλεπάλληλες πόρτες ν’ ανοίγουν η μία μετά την άλλη, κι από μέσα να ξεπροβάλλει ο Φαραώ, φασκιωμένος με σχοινιά από χρυσό! Κάπως έτσι γράφω και τα περισσότερα ποιήματά μου […] Ο απώτερος σκοπός του καλλιτέχνη είναι η επικοινωνία με το θείο, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Πρόκειται για έναν τρόπο συμπαντικής επικοινωνίας. Προσωπικά, πάντα εκμαίευα τις εικόνες του υποσυνειδήτου μου μέσω του αυτοσχεδιασμού που προσφέρει η ποίηση και γενικότερα η γλώσσα… Τώρα πια έχω αντικαταστήσει την ίδια τη γλώσσα με ήχους. Ο ήχος αποδεικνύεται αυθεντικότερος όσον αφορά την πραγματική επικοινωνία, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε συμπαντικό επίπεδο. Ο ρυθμός κορυφώνεται συνεχώς ακολουθώντας κυκλική πορεία! Η μουσική μας επί σκηνής θυμίζει γυναικείο οργασμό!»
«[…] Στη αλυσίδα παραγωγής όπου εργαζόμουν δεν υπήρχε σωματείο, ενώ οι μισθοί ήταν πραγματικά χαμηλοί. Οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες και –όπως τουλάχιστον το έβλεπα εγώ– αυτός ο τρόπος ζωής ήταν αξιοθρήνητος. Οι περισσότεροι όμως από τους ανθρώπους που εργάζονταν εκεί, βρίσκονταν σ’ εκείνο το μέρος όλη τους τη ζωή. Παρόλο που δούλεψα εκεί μόνο δύο καλοκαίρια, μου ήταν αρκετό να καταλάβω αυτό που οι υπόλοιποι δεν είχαν συνειδητοποιήσει σε ολόκληρη τη ζωή τους. Ήταν ένα κάτεργο, με όλη τη σημασία της λέξης. Εκείνη την περίοδο, όμως, δεν είχα εναλλακτική λύση: οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα και η κοινότητα όπου ζούσαμε ήταν δυστυχώς πολιτιστικά και βιοτικά υποβαθμισμένη. Έβλεπα τους ανθρώπους να είναι ευχαριστημένοι –σχεδόν ευγνώμονες– για την άθλια αυτή δουλειά που τους είχαν προσφέρει, ενώ την ίδια στιγμή ζούσαν υπό τις χειρότερες συνθήκες. Όλα αυτά με ωθούσαν να εξεγερθώ…»

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Έχοντας βυθιστεί επανειλημμένως στις σελίδες του μυθιστορήματος "Για μια χούφτα βινύλια" της Χίλντας Παπαδημητρίου και νιώθοντας πρωτόγνωρη οικειότητα με τους αριστοτεχνικά σμιλεμένους χαρακτήρες που πλάθει η συγγραφέας, ο Γιώργος Τσελώνης καταγράφει τις εντυπώσεις του από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που δεν μοιάζει με τα άλλα... Παράλληλα, διαπιστώνοντας ότι τα βινύλια 33 στροφών, τα 45άρια σινγκλάκια και οι ατέλειωτες λίστες mp3 δεν είναι παρά η αφορμή για να συνειδητοποιήσουμε τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια την ανθρώπινη ψυχολογία -επιτρέποντάς μας να γνωρίσουμε καλύτερα τους ήρωες του βιβλίου-, ο γράφων προσθέτει μερικά αγαπημένα του τραγούδια στο ήδη εκλεκτικό soundtrack του μυθιστορήματος.


Αν υπάρχει μια σκέψη η οποία ξεπηδάει αυθόρμητα απ’ το μυαλό του αναγνώστη αφότου έχει διαβάσει το βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου Για μια χούφτα βινύλια, είναι το πόσο γλυκό και όμορφο είναι να βλέπουμε κάπου κάπου τον εαυτό μας ως μυθιστορηματικό ήρωα. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια διαδικασία που απλώς μας τονώνει: Η ταύτισή μας με κάποια φανταστική φυσιογνωμία μπορεί ενίοτε ν’ αποδειχθεί λυτρωτική κι άκρως εξαγνιστική ως εμπειρία. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι οι ήρωες του βιβλίου θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό καρτούν ή χαρακτήρες των κόμικς: ακόμη και αυτοί που κάποια στιγμή πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, ουσιαστικά κατά κάποιον τρόπο εξακολουθούν να ζουν ανάμεσά μας επειδή προηγουμένως μάς έχουν αφήσει να εισχωρήσουμε ολοκληρωτικά στην καρδιά και τη σκέψη τους... Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, οι πρωταγωνιστές του βιβλίου μάς συστήνονται μέσα από αποκαλυπτικούς διαλόγους, ενδόμυχες σκέψεις και ενδοσκοπικούς μονολόγους. Η πεμπτουσία του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από τη δύναμη της θέλησης, την τεράστια σημασία των πράξεών μας και –μοιραία– τις αντίστοιχες επιπτώσεις τις οποίες καλούμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε. Σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο, η συγγραφέας –στηριζόμενη στο δίπολο πομπού-δέκτη που διέπει όλες ανεξαιρέτως τις ανθρώπινες σχέσεις– εστιάζει στη θετική ή αρνητική ενέργεια που εμπεριέχεται στα πάντα, και κάποια στιγμή επιστρέφει πάντοτε εκεί απ’ όπου απορρέει. Κάπως έτσι, οι ήπιοι χαρακτήρες με γλυκιά συμπεριφορά, καλοπροαίρετη διάθεση και θετική ενέργεια ανταμείβονται δίκαια, ενώ οι ανισόρροποι και αντιπαθητικοί χαρακτήρες εισπράττουν την ανάλογη αρνητική ενέργεια που τους αρμόζει... Όπως ακριβώς στην καθημερινή μας ζωή έτσι και στις σελίδες του βιβλίου, δίπλα στους προσφιλείς και αξιαγάπητους χαρακτήρες συναντάμε αγενείς, κομπλεξικούς κι αντικοινωνικούς ανθρώπους, απρόθυμους να σε εξυπηρετήσουν ή έτοιμους να σου επιβληθούν από θέση ισχύος: ειρωνικές μαμάδες με καυστικό χιούμορ, ψυχρές κι αναίσθητες πρώην ερωμένες, ανταγωνιστικούς συναδέλφους που σου ροκανίζουν την καρέκλα κάτω απ’ τη μύτη, άξεστους παρκαδόρους και γκαρσόνες, αγενείς προϊσταμένες σε νοσοκομεία… Ξεκινώντας κανείς να διαβάζει το μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, έχει την εντύπωση ότι από τις πρώτες κιόλας σελίδες ηχούν στα αυτιά του οι νότες του “Eleanor Rigby”. Ίσως γιατί, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, οι ήρωες και οι ηρωίδες του μυθιστορήματος είναι όλες και όλοι τους τύποι μοναχικοί: Πολλοί απ’ αυτούς έχουν έντονες εμμονές, ιδιορρυθμίες και «κολλήματα», λειτουργώντας συχνά ψυχαναγκαστικά. Κάποιοι πάσχουν από κατάθλιψη και βίαια ξεσπάσματα ή συμπεριφέρονται κυκλοθυμικά ψάχνοντας για μια γωνιά όπου θα μπορέσουν να κάτσουν για λίγο μόνοι τους, μακριά από ανεπιθύμητους κι ενοχλητικούς… Το μόνο που επιθυμούν είναι να πάρουν λίγο αέρα καθαρίζοντας το μυαλό τους, κι αφού έχουν επιστρέψει σε μια κατάσταση διαύγειας να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Βλέποντας τα προηγούμενα κεφάλαια της ζωής να καταρρέουν μπροστά τους οριστικά, πλέον λαχταρούν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα, ξεκολλώντας απ’ το παρελθόν κι επινοώντας νέους τρόπους διαφυγής από το προσωπικό υπαρξιακό τους αδιέξοδο. Παράλληλα, μαζί με τους χαρακτήρες του βιβλίου βιώνουμε κι εμείς την πολυπόθητη αίσθηση ελευθερίας που βιώνει κανείς όταν επιτέλους αποδρά από μια ασφυκτική κατάσταση που τον έπνιγε για καιρό… Πρόκειται για ανθρώπους που αναζητούν εναγωνίως από κάπου να πιαστούν: Χωρισμένα ζευγάρια που επιχειρούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, κάνοντας ο καθένας μια νέα αρχή. Έναν ιδιοκτήτη μικρού δισκοπωλείου οι οποίος παρότι λόγω της σαρωτικής πτώσης της αγοράς πιέζεται να βάλει λουκέτο στο μαγαζί και ν’ ανακαλύψει άλλα μέσα βιοπορισμού, εντούτοις αντιστέκεται σθεναρά ενάντια στο πνεύμα των καιρών. Μια γυναίκα που εγκαταλείπει την Αθήνα για να εγκατασταθεί στην επαρχία και ν’ αφοσιωθεί στην αγροτική ζωή, αλλά γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με μεγάλες δυσκολίες και διλήμματα που αφορούν την επιβίωσή της, αφού διαπιστώνει ότι η ζωή δεν είναι ούτε εκεί στρωμένη με ροδοπέταλα… Γνωρίζοντας σταδιακά κάθε πτυχή της προσωπικότητάς των ηρώων του βιβλίου, ο αναγνώστης ενδεχομένως θα ταυτιστεί με όλους ανεξαιρέτως – και όχι αποκλειστικά με έναν! Είναι αλήθεια ότι αρκετοί απ’ τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος –όπως και κάποιοι από τους δεύτερους χαρακτήρες που τους περιστοιχίζουν– είναι με τον δικό τους τρόπο «διαφορετικοί» από τη μάζα. Η ροκ κουλτούρα έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια πάνω τους, κάνοντάς τους να διατηρούν ακόμη μεταξύ τους ορισμένους «άγραφους» ή άτυπους κώδικες συμπεριφοράς: Ως αδελφές ψυχές μοιράζονται όμορφες αναμνήσεις από το κοινό παρελθόν που τους ενώνει, σιχαίνονται τους μπάτσους, την έλλειψη κοινωνικής συνείδησης κι αλληλεγγύης, όπως και τις πολλές κι αδιάκριτες ερωτήσεις… Πρόκειται για «κουρέλια» –όπως θα τους αποκαλούσε και ο Νίκος Νικολαΐδης– τα οποία ζουν τη δική τους προσωπική «εποχή στην κόλαση». Ο Φώντας π.χ. –μία απ’ τις φιγούρες-κλειδιά του μυθιστορήματος– παρότι μοιάζει εκ πρώτης όψεως αγενής και αντικοινωνικός, εντούτοις διαθέτει έναν εξαίσιο κυνισμό και άφθονο σαρκασμό απέναντι σε όλους και σε όλα – μα κυρίως απέναντι στον εαυτό του! Στην πραγματικότητα είναι ο απόλυτος κουλ χαρακτήρας του μυθιστορήματος, θυμίζοντας αρκετά στον γράφοντα τον Lou Reed. Πρωτίστως, όμως, είναι ντόμπρος και ευθύς ως χαρακτήρας, αναλαμβάνοντας πάντα την ευθύνη των πράξεών του. Αντίστοιχα η Σόνια –η πρώην σύντροφος του Φώντα– παρότι κερδίζει αρχικά τις εντυπώσεις ως η απόλυτη femme fatale, εντούτοις μπορεί να γίνει απίστευτα αντιπαθητική: Εκκεντρική κι εμφανώς εγωκεντρική, έχοντας μονίμως στην αγκαλιά τον γάτο της, συνειδητά σνομπ με τους αδιάφορους τύπους που την περιτριγυρίζουν, η Σόνια παραμένει ωστόσο επικίνδυνα όμορφη, μυστηριώδης και γοητευτική, εκλεκτική στο γούστο της, ντυμένη σαν φανταστική ηρωίδα μυθιστορήματος εποχής… Ούτε λίγο ούτε πολύ, το τραγούδι που θα περιέγραφε με τον καλύτερο τρόπο τη θυελλώδη κι επεισοδιακή σχέση του Φώντα και της Σόνιας είναι το “Most likely you go your way and I’ll go mine” του Bob Dylan… Ενδεχομένως, ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι και οι δυο τους του είναι ιδιαίτερα γνώριμοι ως χαρακτήρες. Εξάλλου, όπως και οι περισσότεροι ήρωες του μυθιστορήματος, ο Φώντας και η Σόνια θα μπορούσαν να είναι οι μοναχικοί κολλητοί μας από τη γειτονική πολυκατοικία ή το παράξενο ζευγάρι που γνωρίσαμε πέρυσι στις διακοπές... Μέσα από τη ματιά της Χίλντας Παπαδημητρίου γνωρίζουμε ανθρώπους οι οποίοι παρότι είναι αντίθετοι χαρακτήρες με διαφορετικές συνήθειες, εντούτοις έλκονται και αλληλοσυμπληρώνονται με αρμονικό τρόπο. Περίτρανη απόδειξη αποτελεί η καταλυτική γνωριμία του Μιχάλη (ενός πρώην φρικιού) με τη γλυκιά κι αξιολάτρευτη Μαρίτα (μια αστυνομικίνα), η οποία από πολλές απόψεις ενσαρκώνει την ιδανική γυναίκα για τους περισσότερους άντρες. Σε γενικές γραμμές, ένας παρατηρητικός αναγνώστης θα προσέξει ότι το στοιχείο των αντιθέσεων είναι αυτό που διαποτίζει το βιβλίο από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα: Δεν π.χ., σε καμία περίπτωση τυχαίο το γεγονός ότι η συγγραφέας παρουσιάζει άντρες εργένηδες που ζούνε σε αχούρια χωρίς να σέβονται τον προσωπικό τους χώρο, ενώ την ίδια στιγμή μάς συστήνει γοητευτικές κοπέλες γεμάτες φρεσκάδα οι οποίες ξέρουν να μεταμορφώνουν έναν παραμελημένο χώρο στο άψε σβήσε, δημιουργώντας ατμόσφαιρα και ταυτοχρόνως κάνοντας μια κατοικία βιώσιμη… Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι καθένας χαρακτήρας του βιβλίου μεμονωμένα αποτελεί και μια ξεχωριστή ψηφίδα η οποία με τη σειρά της προστίθεται σ’ ένα μεγαλύτερο παζλ, συνθέτοντας τελικά την προσωπικότητα ενός καθημερινού ανθρώπου γεμάτου αντιφάσεις με τον οποίο ωστόσο είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, ακριβώς επειδή μας θυμίζει τον ίδιο μας τον εαυτό! Εν κατακλείδι, η συγγραφέας πλάθει με την πένα της απλούς καθημερινούς χαρακτήρες που περιμένουν κάποιο χέρι να ξεπροβάλει μέσα απ’ το σκοτάδι και να τους λυτρώσει από τη μοναξιά τους: άντρες που ψάχνουν απλώς μια κοπέλα να τους νοιάζεται, να τους φροντίζει και να τους περιποιείται. γυναίκες που αποζητούν έναν σύντροφο για να νιώσουν ασφαλείς, μια στιβαρή αγκαλιά γεμάτη στοργή. Παρ’ όλα αυτά, οι κουτοπόνηροι και κομπλεξικοί συνάδελφοι στη δουλειά βλέπουν τους ήρωες του βιβλίου μάλλον καχύποπτα και με μισό μάτι… Οι περίεργοι γείτονες από το διπλανό σπίτι ή το απέναντι μαγαζί πλάθουν σενάρια για την αθέατη πλευρά της ζωής τους, θεωρώντας τους ιδιόρρυθμους, μυστηριώδεις, σνομπ κι αντικοινωνικούς. Ακόμη και οι κοντινοί τους τούς θεωρούν ανεύθυνους, επιπόλαιους κι ανίκανους να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, κατηγορώντας τους ότι τους κάνουν τη ζωή δύσκολη... “I plan to drink myself to death” είχε δηλώσει κάποτε ο Jack Kerouac, και δυστυχώς κάποιοι απ’ τους χαρακτήρες του βιβλίου καταπονούν τον εαυτό τους ψυχοσωματικά σε μόνιμη βάση: Όντας τρομερά ακατάστατοι με τον προσωπικό τους χώρο, ζούνε καθημερινά σ’ ένα αχούρι, νιώθοντας πλήρως παραιτημένοι από τη ζωή. Έχοντας μετατρέψει το σπίτι τους σε έναν σκουπιδότοπο –σε μια “Junkyard” σύμφωνα με τον Nick Cave & τους Birthday Party– ζούνε ερμητικά απομονωμένοι, σαν βασιλιάδες σε κατ’ οίκον οικειοθελή περιορισμό, σε σκοτεινά δωμάτια που μυρίζουν κλεισούρα, φρακαρισμένα μονίμως από στοιβαγμένα αντικείμενα. Διατρέφονται με junk food και με έτοιμα γεύματα της στιγμής ή –ακόμη συχνότερα– παραμελούν τις βασικές τους ανάγκες σε τέτοιο βαθμό ώστε υποσιτίζονται ή ξεχνούν εντελώς να φάνε! Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κάποιοι απ’ αυτούς κινδυνεύουν –μεταξύ άλλων– από έλκος στομάχου… Πράγματι, ορισμένοι από τους ήρωες των «Βινυλίων» καπνίζουν, πίνουν, ξενυχτούν ακατάπαυστα, έχοντας μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια κι ένα στομάχι διάτρητο από την καφεΐνη. Κάποιοι άλλοι είναι εθισμένοι σε σπρέι, σιρόπια, παυσίπονα, αντικαταθλιπτικά χάπια κι άλλα ψυχοφάρμακα προκειμένου ν’ αντιμετωπίζουν κρίσεις πανικού, κλειστοφοβικές τάσεις ή απλώς κρίσεις αλλεργικού άσθματος και ημικρανίες. Και παρότι προσπαθούν να επινοήσουν τρόπους και τεχνικές χαλάρωσης για να τους παίρνει ο ύπνος, ωστόσο νιώθουν τα πόδια τους να βουλιάζουν μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο, στην κινούμενη άμμο… Σ’ αυτή την περίπτωση, το ιδανικό soundtrack του βιβλίου είναι το “Mother’s little helper” των Stones. Πράγματι, σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος, ο πρωταγωνιστής Χάρης Νικολόπουλος διαπιστώνει: «Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση ότι όλοι οι πελάτες του Φώντα ζουν μέσα στην αθλιότητα». Κι αμέσως μετά, αναλογιζόμενος το γεγονός ότι παρότι πλησιάζει τα σαράντα, εντούτοις μένει βαλτωμένος στα ίδια και τα ίδια, μη βρίσκοντας το θάρρος να προχωρήσει σε αλλαγές στη ζωή του, ο Χάρης –ένας συνεσταλμένος χαρακτήρας, υπερβολικά ντροπαλός με τα κορίτσια– μονολογεί τα εξής: «…Κοντεύω τα σαράντα και ζω ακόμη με τη μάνα μου. Είμαι συνέχεια μες στα πόδια της, κι εκείνη μες στα δικά μου (…). Πότε θα πάρω τη μεγάλη απόφαση να σηκωθώ να φύγω αποδώ μέσα; Κάποτε πίστευα ότι ήταν θέμα χρόνου να βρω μια κοπέλα, να παντρευτώ και να φτιάξω τη ζωή μου, όπως λέει και η μάνα μου. Τώρα φοβάμαι ότι δεν θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Ωστόσο, πρέπει να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, να ζήσω μόνος μου πριν είναι πολύ αργά (…)». Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι ήρωες του βιβλίου σκοτεινοί χαρακτήρες, αφού κάποιοι παραμένουν πεισματικά φωτεινοί και αισιόδοξοι, λειτουργώντας καταλυτικά ως το απαραίτητο αντίβαρο για τη τελική έκβαση της ιστορίας. Όσοι απ’ αυτούς δεν έχουν εγκλωβιστεί στις παραπάνω αυτοκαταστροφικές συνήθειες, αντιλαμβάνονται τη ζωτική ανάγκη να σέβονται τον προσωπικό τους χώρο, μεταμορφώνοντάς τον σ’ ένα φωτεινό καταφύγιο. Κάποιοι άλλοι, νιώθοντας την ανάγκη να καλύψουν την υπαρξιακή τους αγωνία, καταφεύγουν στο φενγκ σούι και σε κάρτες ταρό, σε γιατροσόφια, μαντζούνια, βότανα, εναλλακτικές θεραπείες, ανατολικές θρησκείες, ρέικι και διαλογισμό. Άλλοι –όπως η όμορφη Μαρίτα– αφιερώνονται στη μαγειρική ετοιμάζοντας νοστιμότατα γεύματα για τους φίλους τους, είναι περιποιητικοί και προσφέρουν απλόχερα τη φιλοξενία τους σε οποιονδήποτε τη χρειαστεί. Φυσικά υπάρχουν κι εκείνοι που βρίσκουν αποκούμπι στη συντροφιά ενός χαδιάρικου κατοικίδιου ή ξεχνιούνται προσωρινά με την ψυχαναγκαστική αρίθμηση και ταξινόμηση αγαπημένων τους αντικειμένων (μεταξύ άλλων, συνήθως βινυλίων). Ακόμη περισσότερο, παρακολουθώντας την Τατιάνα –μια απ’ τις πρωταγωνιστικές φιγούρες-κλειδιά του μυθιστορήματος– να ονειροπολεί ακούγοντας μουσική προκειμένου να ξεφύγει έστω και για λίγο από τον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινότητας και από τον ίδιο της τον εαυτό (το “I can’t escape myself” των Sound θα μπορούσε κάλλιστα να προστεθεί στο soundtrack του βιβλίου), συνειδητοποιούμε ότι οι συνήθειες των πρωταγωνιστών του βιβλίου μοιάζουν πολύ με τις δικές μας… Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος γίνεται κατανοητό ότι όλοι ανεξαιρέτως οι χαρακτήρες ψάχνουν να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματα που τους βασανίζουν. σκάβουν βαθιά μες στον εαυτό τους σε μια απόπειρα ενδοσκόπησης προκειμένου ν’ ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά είναι. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι απ’ αυτούς, όντας ευμετάβλητοι ως χαρακτήρες, καταλήγουν από το ένα άκρο στα άλλο. Ανοίγοντας καταχωνιασμένα κουτιά με παλιές φωτογραφίες, ημερολόγια και άλλα αναμνηστικά, οι ήρωες του βιβλίου έρχονται αντιμέτωποι με τα αναπόφευκτα σημάδια που αφήνει ο χρόνος στην όψη τους. Κάνοντας απολογισμό του παρελθόντος, παρατηρούν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη ολότελα χαμένοι στις σκέψεις τους… Θυμίζουν έτσι τον θρυλικό φανταστικό ήρωα Rip Van Winkle του συγγραφέα Washington Irving: εκείνο τον μοναχικό τύπο ο οποίος ανεβαίνοντας κάποτε το βουνό, έπεσε στην παγίδα των ξωτικών που τον μέθυσαν μ’ ένα παράξενο ποτό, βυθίζοντάς τον στον ύπνο για δυο ολόκληρες δεκαετίες… “I’m going through changes” τραγουδούσε κάποτε ο Ozzy Osbourne με τους Black Sabbath, και φαίνεται ότι αυτό είναι ένα ακόμη τραγούδι που θα μπορούσε να προστεθεί στο soundtrack του μυθιστορήματος. Το ίδιο ισχύει και για τον Dylan ο οποίος στο “It’s all over now baby blue” μάς συνιστούσε: “Leave your stepping stones behind, something calls for you/Forget the dead you ‘ve left/They will not follow you”. Επιπλέον, ο αναγνώστης των «Βινυλίων» θα παρατηρήσει ότι κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος πολλά πράγματα αναβάλλονται ή ματαιώνονται οριστικά, ενώ ταυτοχρόνως στη θέση τους ανακύπτουν άλλα, αναπάντεχα γεγονότα που σημαδεύουν ανεξίτηλα τις ζωές των πρωταγωνιστών: Στην πραγματικότητα, πρόκειται για όλα αυτά που καθημερινά εκλαμβάνουμε ως συμπτώσεις, χωρίς να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τη βαθύτερη σημασία τους… Έχοντας βιώσει στο παρελθόν αξέχαστες εμπειρίες με τις παλιοπαρέες τους, ως μέλη μιας άλλης «γλυκιάς συμμορίας», οι πρωταγωνιστές του βιβλίου πίστευαν ότι έχουν συντρίψει οριστικά την αποξένωση που παραφυλά τις ανθρώπινες σχέσεις. Ωστόσο, οι φίλοι μας μπορούν πλέον να διακρίνουν πολύ καλά τη φθορά που τους πλησιάζει απειλητικά... Και παρότι διαθέτουν τη διαύγεια να τη διακρίνουν, ορισμένοι απ’ αυτούς παραμένουν εν γνώσει τους μουδιασμένοι, ανήμποροι να κινηθούν: όπως ακριβώς περιμένει ένα υποψήφιο θύμα τον δολοφόνο του την ύστατη στιγμή, όντας παραλυμένο απ’ τον φόβο κι ανίκανο ν΄ αντιδράσει... Κάποιοι θα συμφωνήσουν ότι η γνωστή μπαλάντα “My my, hey hey (out of the blue)” του Neil Young & the Crazy Horse –ένα τραγούδι που μιλάει ξεκάθαρα για την επερχόμενη φθορά και την απομόνωση– και οι «Προσωπικές οπτασίες» του Χάρη & του Πάνου Κατσιμίχα («Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες στο κέντρο και τις συνοικίες / Όνειρα μεθυσμένα, σχέδια ματαιωμένα, τηλέφωνα απεγνωσμένα») θα μπορούσαν κάλλιστα να προστεθούν στο soundtrack των «Βινυλίων». Πράγματι, διόλου τυχαία, οι αναφορές σε φίλους που συχνά εξαφανίζονται όταν τους χρειάζεσαι, και δεν μπορείς να τους βρεις, όπως και το τηλέφωνο που χτυπάει αλλά δεν το σηκώνει κανείς (είτε γιατί δεν το προλαβαίνει είτε γιατί αδιαφορεί και δεν έχει όρεξη ν’ απαντήσει) αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος… Υπάρχουν φυσικά κι αυτοί που προσπαθούν αγωνιωδώς να παραμείνουν νέοι: Η κυρία Σοφία π.χ., η 60άρα νοικοκυρά και μητέρα του πρωταγωνιστή Χάρη Νικολόπουλου, προσέχει τη διατροφή και την επιδερμίδα της, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό τον λόγο τις καλύτερες κρέμες αντιγήρανσης. Επίσης η Τατιάνα, παρότι νεότατη, σε μια στιγμή ανασφάλειας και συναισθηματικής αστάθειας βυθίζεται ενδόμυχα σε αρνητικές σκέψεις: «(…) Πόσο μετάνιωνε πια για εκείνα τα ασπρόμαυρα χρόνια. Αν γινόταν να γυρίσει τον χρόνο πίσω, θα τα έκανε όλα εντελώς διαφορετικά. Σπουδαία σκέψη, χλεύασε τον εαυτό της. Αυτό λένε όλοι οι άνθρωποι, ή μάλλον όλοι οι γέροι, όταν αναλογίζονται το παρελθόν τους και τα λάθη τους». Αντιθέτως, ο Μιχάλης ο «Ατσαλένιος» –ένας αμετανόητος 40άρης ροκάς– ουδέποτε έχει νοιαστεί για τον χρόνο που περνάει, παραμένοντας πεισματικά «φλου», νέος στην ψυχή, γεμάτος κέφι και ενέργεια. Κατά κάποιον τρόπο ο Μιχάλης είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. αυτός που θυμίζει στον κολλητό του τον Φώντα –αλλά και σε μας– τις παλιές παρέες των αχώριστων φίλων, τις διάφορες «φυλές» της ροκ αντικουλτούρας οι οποίες τριγύριζαν στα προάστια της Αθήνας: παρέες που ζούσαν και ανέπνεαν για τη συντροφικότητα και τη μουσική. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι κάποιο σημείο του βιβλίου όπου ο Μανόλης –ένας συμπαθής αλλά μάλλον αδιάφορος γείτονας του Φώντα– κάνει σκέψεις για τον κολλητό του τελευταίου, τον Μιχάλη: «Τελικά δεν είναι και τόσο κακός ο τύπος. Άλλοι άνθρωποι αυτοί οι παλιοί ροκάδες. Έχουν μπέσα…». Ας επιστρέψουμε όμως στο κεντρικό μήνυμα που ξεπηδά μέσα από κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος: αυτό της θετικής ή της αρνητικής ενέργειας που απορρέει από τις πράξεις μας, αλληλεπιδρώντας με την αύρα των ανθρώπων που μας περιστοιχίζουν. Εδώ –χωρίς να μπαίνουμε στα χωράφια της μεταφυσικής– έχουμε να κάνουμε με το θετικό ή αρνητικό «φορτίο» της ψυχής του καθένα μας. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της –το οποίο καταφέρνει να προβληματίσει σε βάθος τον αναγνώστη χωρίς να γίνεται διδακτικό– η Χίλντα Παπαδημητρίου δράττεται της ευκαιρίας να μας θέσει συγκλονιστικά ερωτήματα τα οποία απασχολούν εδώ και δεκαετίες τους επιφανέστερους κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους ερευνητές: Τι γίνεται όταν το οικογενειακό περιβάλλον –ο ένας ή και οι δύο γονείς– αποθαρρύνουν το παιδί απ’ το ν’ αφοσιωθεί σε αυτό που αγαπά; Τι συμβαίνει όταν δεν του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, κάνοντάς το κομπλεξικό, ή όταν αργότερα δεν συμμερίζονται τα υπαρξιακά του αδιέξοδα, όταν αυτό έχει μπει στην εφηβεία; Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά συχνά –καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος– η συγγραφέας κάνει ζουμ στα παιδικά χρόνια του βασικού πρωταγωνιστή Χάρη Νικολόπουλου, εστιάζοντας στα πράγματα που ο σχεδόν 40άρης, πλέον, φίλος μας αγάπησε παράφορα ως πιτσιρικάς ή ως έφηβος. Μάλιστα, όπως είναι φυσικό, συναντάμε αναφορές στο παιδικό του δωμάτιο στο οποίο έβρισκε πάντα καταφύγιο, όποτε αισθανόταν μόνος... Πράγματι, η ανάγκη απαγκίστρωσης από το οικογενειακό περιβάλλον είναι ένα θέμα που θίγεται πολύ συχνά με αφορμή τη ζωή του Χάρη. Παράλληλα, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην τεράστια σημασία της ελεύθερης βούλησης. στο να μπορεί δηλαδή κάποιος να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, να εστιάζει ανεμπόδιστος την προσοχή του σ’ αυτό που αγαπά χωρίς ν’ ακούει τους άλλους οι οποίοι συχνά τον αποθαρρύνουν, αποσπώντας τον απ’ τον αρχικό του στόχο... Πράγματι, ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου πιστεύει κατά βάθος στις δυνάμεις του, γνωρίζοντας ενδόμυχα ότι η υπομονή κι η επιμονή ανταμείβονται. Εντούτοις, πρώτα απ’ όλα οφείλει ν’ αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τις αρνητικές πλευρές του ίδιου του του εαυτού, όπως π.χ., την ηττοπάθεια και την αναβλητικότητα. Γενικότερα, κάποιοι πρωταγωνιστές του βιβλίου παρατούν στη μέση οτιδήποτε ξεκινούν ή –ακόμη χειρότερα– έχουν την αίσθηση ότι είναι οι άνθρωποι που δεν τους συμβαίνει ποτέ τίποτα ενδιαφέρον ή συνταρακτικό, ως αποτέλεσμα των ανεξίτηλων πληγών που φέρουν μονίμως (κυρίως ενθυμήματα δυσάρεστων προσωπικών εμπειριών): Εν κατακλείδι, η Παπαδημητρίου μάς υπενθυμίζει πόσο εύκολα η αρνητική ενέργεια, τα υποτιμητικά σχόλια, η καυστικότητα και η ειρωνεία μπορούν ν’ αφήσουν ως κατάλοιπα στις ψυχές όλων μας –μικρών και μεγάλων– συσσωρευμένα απωθημένα και καταπιεσμένο θυμό ως μια φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση απέναντι στην υποτιμητική συμπεριφορά με την οποία συχνά μάς αντιμετωπίζουν. Εκεί εξάλλου οφείλονται και τα άλυτα προσωπικά προβλήματα ή τα συμπλέγματα κατωτερότητας κάποιων ηρώων του βιβλίου, οι οποίοι έχουν προβλήματα αυτοπεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, οι χαρακτήρες αυτοί μάς είναι αφάνταστα οικείοι, ακριβώς επειδή μας θυμίζουν τις δικές μας καθημερινές ψυχολογικές μεταπτώσεις… Πάνω απ’ όλα όμως, το βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου –ένα μυθιστόρημα σπάνιας ομορφιάς γεμάτο έξυπνο χιούμορ– αποτελεί έναν ύμνο στη φιλία και τις μικρές, καθημερινές απολαύσεις της ζωής, εμβαθύνοντας σε πολλά και διαφορετικά πράγματα και σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα. Οι ήρωες του μυθιστορήματος θαυμάζουν ένα όμορφα διακοσμημένο σπίτι με περιποιημένες γλάστρες στο μπαλκόνι, εγκρίνουν ένα γουστόζικο και στιλάτο ντύσιμο κι εκτιμούν ως χειρονομία όταν τους προσφέρεται μια ανθοδέσμη με λουλούδια. απολαμβάνουν ένα πλούσιο και καλομαγειρεμένο γεύμα, το άρωμα ενός εκλεκτού καφέ ή ένα μπουκάλι ακριβό ουίσκι. Ακόμη περισσότερο, αγαπούν τα αυθεντικά βινύλια (κάποιοι απ’ αυτούς είναι αθεράπευτοι vinyl junkies), τις παλιές χειροποίητες κασέτες των φίλων, τα noir αστυνομικά μυθιστορήματα ή τις λιχουδιές και τα γλυκίσματα το ίδιο με τότε που ήταν παιδιά… Σε κάποιο σημείο, στην αρχή του μυθιστορήματος, η Τατιάνα αναλογίζεται: «Τι θέλει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Καλή μουσική, ένα τσιγαράκι και μια κούπα αρωματικό τσάι». Πράγματι, το πάθος για ζωή και ο έρωτας για τη μουσική είναι δύο από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των ηρώων του βιβλίου: Κάποιοι κάνουν μια ζωή αιματηρές οικονομίες για να μαζέψουν τα αγαπημένα τους άλμπουμ και να φτιάξουν την ιδανική δισκοθήκη, ενώ κάποιοι άλλοι αρκούνται σε συμπιεσμένη και «κονσερβαρισμένη» μουσική από mp3... Παρ’ όλα αυτά, καθένας και καθεμία απ’ αυτούς έχει το προσωπικό soundtrack της ζωής του: Είτε πρόκειται για τον Γιόχαν Στράους, τον Μίκη Θεοδωράκη, το ελληνικό έντεχνο, τα παλιά λαϊκά και τα ρεμπέτικα είτε για τους Beatles, τους Clash, τους Gang of Four, τους Cocteau Twins και τους Triffids ή ακόμη και για μια τυχαία συλλογή με lounge, house ή ψευτο-έθνικ μουσική – απ’ αυτές που κυκλοφορούν σωρηδόν στην αγορά… Όσον αφορά τη μουσική αυτή καθ’ αυτή, η Παπαδημητρίου αποτίνει τον προσωπικό της φόρο τιμής σε καλλιτέχνες και μπάντες που έχει αγαπήσει με όλη της την ψυχή (κυρίως κλασικό ροκ και soul). Οι μουσικόφιλοι αναγνώστες θα απολαύσουν ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα γεμάτο αναφορές σε στίχους τραγουδιών που έχουμε όλοι λατρέψει… Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος, η συγγραφέας εμπνέεται από προσωπικές εμπειρίες πλάθοντας φανταστικές ιστορίες συνοικιακών ροκ συγκροτημάτων από την Αθήνα –όπως των βραχύβιων ψυχεδελικών Indigo Association– οι οποίοι παρότι διέθεταν προοπτικές για λαμπρή διεθνή καριέρα, εντούτοις είχαν άδοξο τέλος… Από την άλλη, εξίσου ξεκάθαρη είναι η πρόθεση της Παπαδημητρίου να σατιρίσει με ευφυέστατο και ευρηματικό χιούμορ τους γραφικούς, σκληροπυρηνικούς συλλέκτες βινυλίου και τον άκρατο φετιχισμό τους! Χωρίς να προσβάλει κανέναν, η συγγραφέας σκιαγραφεί με μια διάθεση… τρυφερού «πειράγματος» τους θιασώτες ενός ολόκληρου χώρου με τον οποίο είναι εξοικειωμένοι οι περισσότεροι από τους μουσικόφιλους αναγνώστες του μυθιστορήματος: πρόκειται για τον στενό κύκλο των αθηναϊκών δισκοπωλείων και της αφοσιωμένης πελατείας τους – ενός ιδιότυπου δηλαδή μικρόκοσμου. Εξάλλου, η Χίλντα Παπαδημητρίου, ως πρώην ιδιοκτήτρια δισκάδικου, έχει μάθει να ξεχωρίζει τους «άρρωστους» και κολλημένους vinyl junkies ακόμη και φυσιογνωμικά… Σ’ αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται κι εκείνοι που αγοράζουν δίσκους από καταναλωτική ανάγκη και συνήθεια, και όχι πλέον από αγάπη. Εδώ ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει απολαυστικές περιγραφές 40άρηδων συλλεκτών βινυλίου που θυμίζουν τον Γούντι Άλεν, μένουν ακόμη με τη μαμά τους, δεν μπορούν να λείψουν ούτε για λίγο μακριά από τη δισκοθήκη τους, και φυσικά δεν παίζουν τα 45άρια τους για να μην τα χαλάσουν! Αποκορύφωμα φυσικά αποτελεί ένας αθεράπευτος βινυλιομανής ο οποίος ταξινομεί τα συγκροτήματα της συλλογής του ανάλογα με τα νεκρά μέλη που αριθμεί η κάθε μπάντα (παραδόξως, δεν μαθαίνουμε σε ποια θέση βρίσκονται ταξινομημένοι οι Lynyrd Skynyrd ή οι Ramones)! Κλείνοντας την αναφορά μας στο μυθιστόρημα Για μια χούφτα βινύλια της Χίλντας Παπαδημητρίου, αξίζει να σταθούμε και πάλι σε κάτι πού ήδη αναφέρθηκε παραπάνω: η συγγραφέας εμβαθύνει με την πένα της σε πολλά και διαφορετικά πράγματα γύρω από τη ζωή –και σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα– γράφοντας για μικρές καθημερινές απολαύσεις αλλά και για όνειρα ζωής που μας είναι γνώριμα. Ίσως γι’ αυτό οι χαρακτήρες που επινοεί μάς είναι τόσο οικείοι και συμπαθείς. Κι ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το βιβλίο διαβάζεται απνευστί…

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ο Γιώργος Τσελώνης επιλέγει τις πέντε αγαπημένες του εκτελέσεις του τραγουδιού "Morning dew" για το περιοδικό Mic.



Ως προσκλεκλημένος της συγγραφέως και μεταφράστριας Χίλντας Παπαδημητρίου, στη μόνιμη στήλη της στο online μουσικό περιοδικό "Mic", ο Γιώργος Τσελώνης επιλέγει τις πέντε αγαπημένες του εκτελέσεις του κλασικού αντιπολεμικού τραγουδιού "Morning dew" (Bonnie Dobson/Tim Rose).



Όταν τον Αύγουστο του 1968 ο Jeff Beck κυκλοφορούσε με τη νεοσύστατη μπάντα του το παρθενικό του άλμπουμ Truth (Epic, US, EMI Columbia, UK) –ακρογωνιαίο λίθο του σκληρού ροκ ήχου–, όλη η αφρόκρεμα της μουσικής κοινότητας είχε στραμμένη την προσοχή της στον βιρτουόζο κιθαρίστα που πριν από έναν χρόνο είχε αποχωρήσει από τους Yardbirds. Ο πρώτος που εκτίμησε την ασύλληπτη δυναμική που περιέκλειε το Truth ήταν ο Jimmy Page, αποφασίζοντας λίγο αργότερα να βασίσει εν πολλοίς τον ήχο και τη δομή του πρώτου δίσκου των Led Zeppelin στις εν λόγω ηχογραφήσεις του Beck... Περίπου στα μέσα της πρώτης πλευράς του άλμπουμ, το “Morning dew” κάνει αισθητή την παρουσία του με τον ήχο μιας σκοτσέζικης γκάιντας που δυναμώνει, ενώ αμέσως μετά κυριαρχεί ο γνώριμος καλπασμός της εισαγωγής – έτσι όπως καθιερώθηκε από την κλασική βερσιόν του Tim Rose. «Φρασάροντας» εύγλωττα με το πετάλι του wah-wah ο Beck συντονίζεται με τα εκστατικά φωνητικά του Rod Stewart (ο Robert Plant επηρεάστηκε έντονα απ’ την ερμηνεία του), ενώ το σφιχτοδεμένο rhythm section –μεστό μπάσο, καταιγιστικά τύμπανα– κι ένας διακριτικός αλλά ευδιάκριτος Nicky Hopkins στο πιάνο (ο πολύτιμος session μουσικός που αναζητούσε κάθε μεγάλη μπάντα στα ‘60s) συμπληρώνουν άψογα το παζλ! Κι όταν στα τελευταία δευτερόλεπτα του κομματιού οι αλλεπάλληλες ηλεκτρικές εκκενώσεις κι ο καλπασμός καταλαγιάζουν, μέσα απ’ την ομίχλη αντηχούν για τελευταία φορά οι σκοτσέζικες γκάιντες…
Αποτίνοντας φόρο τιμής στην πρωτότυπη εκτέλεση της Bonnie Dobson, η ιστορική ιρλανδική folk μπάντα Clannad από το Donegal συμπεριέλαβε στο ομώνυμο ντεμπούτο της (Clannad, Philips, 1973) την πιο αιθέρια εκδοχή του τραγουδιού που ηχογραφήθηκε ποτέ. Διεκδικώντας επάξια μια θέση στο πάνθεον των folk συγκροτημάτων της Γηραιάς Αλβιόνας, οι Clannad παραμένουν ταυτόχρονα περισσότερο «παραδοσιακοί» από τους folk-rockers ομότεχνούς τους (Fairport Convention, Pentangle, Steeleye Span, Mellow Candle, Dr. Strangely Strange, Trees, Spirogyra, Comus), κάνοντάς μας να ξεχάσουμε προς στιγμή ότι το “Morning dew” γράφτηκε από τη Dobson το 1962 και δεν είναι παραδοσιακή μεσαιωνική μπαλάντα! Από τα πρώτα κιόλας αρπίσματα της ακουστικής κιθάρας στην εισαγωγή του κομματιού, μέχρι τη στιγμή που μπαίνει η αλαφροΐσκιωτη φωνή της Moya (Maire) Brennan (αδελφής της γνωστής μας Enya), είναι εμφανές ότι η ερμηνεύτρια δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την Sandy Denny των Fairport Convention ή την Jacqui Mc Shee των Pentangle, καθώς η φωνή της βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την αντρική χορωδία που αντηχεί απ’ το υπερώο, κάνοντας την Brennan ν’ ακούγεται σαν μυθικό αηδόνι κλεισμένο ξημερώματα σε χρυσό κλουβί. Κι όταν στη μέση του τραγουδιού παρεμβάλλεται ένα σύντομο πέρασμα με πιάνο και φλάουτο, οδηγούμαστε νοερά, εν ριπή οφθαλμού, σε ακροποταμιές και ξέφωτα…



Προσπερνώ το γεγονός ότι οι Led Zeppelin υπήρξαν ανέκαθεν η αγαπημένη μου ροκ μπάντα –αυτοί που με μύησαν στα ηλεκτρικά blues και τον μυστικισμό της Ανατολής ήδη από τα 14 μου– και ο Robert Plant ο τραγουδιστής που με έκανε να θέλω ν’ αφήσω μακριά μαλλιά στην πρώιμη νιότη μου. Με τους Zep δεν θα μπορέσω ποτέ να είμαι αντικειμενικός. Θα μείνω ωστόσο για λίγο στα εκλεκτά ακούσματα του Robert: Από την εποχή των βραχύβιων Crawling King Snakes –όπου γνώρισε τον John Bonham–, λίγο πριν προσχωρήσουν μαζί στους λίγο τυχερότερους Band of Joy κι εν συνεχεία στους… New Yardbirds του Jimmy Page, ο Plant έτρεφε μεγάλη αδυναμία στα Delta blues, στις folk μπαλάντες και στο αμερικανικό ψυχεδελικό ροκ της Δυτικής και της Ανατολικής Ακτής. Μεταξύ άλλων, θρυλικοί καλλιτέχνες όπως οι Bukka White, Alexis Κorner, Dino Valenti, Tim Hardin, Jimi Hendrix,Youngbloods, Skip Spence, Love, Buffalo Springfield, Tim Buckley, Fairport Convention και Incredible String Band ήταν αυτοί που σφυρηλάτησαν με τα ανθεκτικότερα υλικά την εκλεκτική αισθητική του. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη το ότι στο άλμπουμ του Dreamland (2002) το “Morning dew” βρίσκει τον ιδανικό ερμηνευτή του στο πρόσωπο του Plant: Εδώ η φωνή του είναι γήινη και τόσο οικεία, ζεστή σαν μια κούπα γάλα με μέλι. Μεστή σαν το κρασί που ωριμάζει στο κελάρι. Και η μουσική; Υπνωτιστική ατμόσφαιρα και oriental vibes απ΄ την αρχή ως το τέλος του κομματιού (σε βαθμό να νιώθεις σαν παραζαλισμένη κόμπρα που ξεπροβάλλει απ’ το καλάθι), αίσθηση απόλυτης μακαριότητας απ’ τα πλούσια ενορχηστρωμένα βιολιά στο background, κι οι οιμωγές απ’ το delay της κιθάρας να θυμίζουν τους υπερήχους που εκπέμπουν οι
φάλαινες καθώς ταξιδεύουν στους ωκεανούς…

 

Ήδη στο ξεκίνημα της καριέρας του –κι έχοντας πρόσφατα εγκαταλείψει το όνομα Warlocks– οι Grateful Dead μάς χάρισαν μία από τις πιο εμπνευσμένες διασκευές του τραγουδιού (album Grateful Dead, Warner Bros. 1967), η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη ζόρικη βερσιόν του Tim Rose, δεδομένου ότι οφείλει πολύ περισσότερα στη νοσταλγική εκτέλεση της Dobson. Δεν είναι λίγοι οι ακροατές που έμαθαν πρώτα το κομμάτι από τους βασιλιάδες της West Coast ψυχεδέλειας, αφού οι Dead κατάφεραν απ’ την πρώτη στιγμή να το κάνουν «δικό τους», αγκαλιάζοντάς το ζεστά με τον πολύχρωμο acid μανδύα τους, δηλαδή τον γνωστό τους ήχο-σήμα κατατεθέν: Δεν είναι μόνο η παθιασμένη ερμηνεία του Jerry Garcia στα φωνητικά κι οι εκπληκτικές ικανότητές του στην κιθάρα, ούτε το γαλαζωπό ονειρικό φως που ξεχειλίζει απ’ τα ψυχεδελικά keyboards του πρόωρα χαμένου Ron “Pigpen” Mc Kernan, λούζοντας τα πάντα στον στροβιλισμό του… Η εν λόγω 5λεπτη στούντιο εκδοχή του “Morning dew” είναι το απόλυτο soundtrack για ένα ξένοιαστο ξύπνημα ή για μια εκδρομή με φίλους ένα υπέροχο πρωινό με λιακάδα! Ακούστε επίσης τη σχεδόν 11λεπτη live εκτέλεση του κομματιού η οποία συμπεριλαμβάνεται στο τριπλό, ζωντανά ηχογραφημένο Europe ’72 (Warner Bros. 1972): Εδώ τα πάντα ακούγονται επιβραδυμένα, μουδιασμένα και νωχελικά –ο χρόνος έχει κυριολεκτικά σταματήσει–, ενώ η φωνή του Garcia ακούγεται περισσότερο θλιμμένη από ποτέ... Για τους αφοσιωμένους Deadheads, το τραγούδι υπάρχει σε πολλά ακόμη επίσημα κι ανεπίσημα live του γκρουπ (ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για την μπάντα που καθιέρωσε το bootlegging ως πρακτική).

 

Η ιστορία του ροκ κρύβει στο χρονοντούλαπό της πολλά μυστικά. Ένα απ’ αυτά συνδέει άμεσα το “Morning dew” με το γενεαλογικό δέντρο των θρυλικών Allman Brothers: Όταν το 1968 οι 31st of February, ένα ροκ τρίο από τη Florida (Scott Boyer: κιθάρα, φωνή, David Brown: μπάσο, Butch Trucks: τύμπανα) ήρθε μέσω του drummer Trucks σ’ επαφή με τους αδελφούς Gregg και Duane Allman, το σύνολο μετατράπηκε αμέσως σε κουιντέτο, η χημεία έδεσε και το γκρουπ άρχισε να ηχογραφεί το δεύτερο άλμπουμ του, το οποίο ωστόσο… δεν κυκλοφόρησε ποτέ! Μόνο έπειτα από λίγα χρόνια, όταν οι Allman Brothers Band είχαν πλέον γίνει πασίγνωστοι, έμελλε να περιληφθεί αναδρομικά το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό στον δίσκο Duane & Gregg Allman (Bold Records, 1972). Πολύ αργότερα, η διασκευή των 31st στο “Morning dew” θα συμπεριληφθεί μεμονωμένα στην τετραπλή συλλογή Dreams των Allman Brothers (Polydor, 1989). Εν κατακλείδι, με την πολύτιμη συμμετοχή των αδελφών Allman στα φωνητικά, τα πλήκτρα και την κιθάρα (Gregg και Duane αντίστοιχα), οι 31st of February ηχογράφησαν την εκρηκτικότερη, πληρέστερη και πιο acid εκδοχή του τραγουδιού, η οποία συναγωνίζεται σε πάθος ακόμη και την εκτέλεση των Jeff Beck/Rod Stewart: διάχυτη ψυχεδελική ατμόσφαιρα, αριστοτεχνικά δομημένες διφωνίες και άρτια παραγωγή, παθιασμένη ερμηνεία (ο Gregg σε πρώτο πλάνο), δυναμισμός που βαράει κόκκινο, killer organ κι ηλεκτρικά σόλο από μια κιθάρα που πετάει δαιμονισμένα σαν ιπτάμενο χαλί! Ιστορικές στιγμές από μια εποχή που έχει φύγει ανεπιστρεπτί (Και μια πληροφορία για τους φίλους του ψυχεδελικού ροκ: Morning Dew ήταν το όνομα μιας psych-garage μπάντας από το Topeka του Kansas, η οποία έδρασε την περίοδο 1966-1970).

   

Δείτε εδώ το αναρτημένο κείμενο απευθείας στο link της ιστοσελίδας του "Mic": http://www.mic.gr/stili.asp?id=38807

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

MADE IN BRITAIN - Σύγχρονη τέχνη από τη Συλλογή του Βρετανικού Μουσείου 1980-2010 (Διάρκεια έκθεσης;15.02.2012-22.04.2012), Μουσείο Μπενάκη 138. Μετάφραση κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης. Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο, Γιώργος Τσελώνης.



Η Συλλογή του Βρετανικού Συμβουλίου είναι ίσως πιο γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο παρά στη χώρα προέλευσής της. Αριθμώντας περισσότερα από 8.500 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, υδατογραφίας, φωτογραφίας, media installations και video works, η Συλλογή αντανακλά την επιτυχημένη πορεία και τη σταδιακή εξέλιξη της σύγχρονης βρετανικής τέχνης, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έως σήμερα.

Στη Συλλογή περιλαμβάνονται έργα διεθνώς γνωστών και καταξιωμένων καλλιτεχνών όπως αυτά των Paul Nash, Graham Sutherland, Henry Moore, Barbara Hepworth, David Hockney, Gilbert & George, Richard Deacon, Rachel Whiteread, Sarah Lucas και Damien Hirst. Με στόχο την παρουσίαση της βρετανικής εικαστικής σκηνής σε όλο τον κόσμο, το Βρετανικό Συμβούλιο οργανώνει ατομικές και ομαδικές εκθέσεις με έργα της συλλογής του, η οποία αντανακλά την ιστορία της Βρετανικής τέχνης και τις σημαντικές μετατοπίσεις που πραγματοποιήθηκαν, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1980, στον χώρο της αγοράς, της διακίνησης και της πρόσληψης της τέχνης αυτής.

Η έκθεση Made in Britain σχεδιάστηκε αρχικά από το Βρετανικό Συμβούλιο σε συνεργασία με μια ομάδα επιμελητών από την Κίνα και περιόδευσε από το Δεκέμβριο του 2010 έως τον Ιανουάριο του 2012 σε τέσσερα μουσεία, σε όλη τη χώρα (Sichuan Museum στο Chengdu, Xi’an Art Museum, Hong Kong Heritage Museum, Suzhou Museum). Παρότι η έκθεση αναπροσαρμόστηκε ειδικά για την παρουσίασή της στο Μουσείο Μπενάκη, ο βασικός της στόχος παραμένει ο ίδιος: η σύγχρονη βρετανική τέχνη και η συλλογή του Βρετανικού Συμβουλίου να έρθουν πιο κοντά σε ένα νέο κοινό.

Η έκθεση καλύπτει μια περίοδο τριάντα χρόνων μέσα στην οποία έχουν σημειωθεί τεράστιες αλλαγές στο ρόλο που κατέχει η τέχνη στη βρετανική κοινωνία. Από το Intellectual Depression (1980) των Gilbert & George έως το The Sister Troop (2009) του Gary Hume, η έκθεση αφηγείται το πώς η τέχνη χαρτογράφησε και κατέγραψε τις αλλαγές αυτές, ούσα στη πρώτη γραμμή των κοινωνικών μεταβολών η ίδια.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η σύγχρονη τέχνη στη Μεγάλη Βρετανία έχει αναμφισβήτητα στρέψει το ενδιαφέρον της προς θέματα που απασχολούν τη βρετανική κοινωνία. Αυτή η μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε κοινωνικά ζητήματα μπορεί μερικώς να ερμηνευθεί και από την άφιξη μιας νέας, επιχειρηματικά τολμηρής και φιλόδοξης γενιάς καλλιτεχνών στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες είναι γνωστοί συλλογικά με το όνομα ΥΒΑs (Young British Artists) και σε αυτούς ανήκουν ονόματα όπως οι Michael Landy, Jake and Dinos Chapman, Damien Hirst, Sarah Lucas, Gillian Wearing. Άλλοι παράγοντες, όπως η θέσπιση του Turner Prize το 1984 (το πρώτο βραβείο που καθιερώθηκε για νέους σύγχρονους καλλιτέχνες στο Ηνωμένο Βασίλειο), το άνοιγμα της γκαλερί Tate Modern το 2000 (ο πρώτος δημόσιος εκθεσιακός χώρος αφιερωμένος στη σύγχρονη τέχνη), η αλληλεπίδραση της τέχνης με τη διαφήμιση και τη δημιουργική βιομηχανία (ειδικά έπειτα από το άνοιγμα της Saatchi Gallery το 1985), όπως και η κατάργηση του εισιτηρίου στις δημόσιες γκαλερί και τα μουσεία το 2001, έχουν όλοι συμβάλει στο να φέρουν τη σύγχρονη τέχνη πιο κοντά σε ένα μεγαλύτερο κοινό – και μάλιστα συχνά σε ένα κοινό το οποίο δεν είχε καμία προηγούμενη εμπειρία ή γνώση πάνω στις εικαστικές τέχνες.

Εν κατακλείδι, η σύγχρονη τέχνη έχει πλέον αποκτήσει χαρακτηριστικά κυρίαρχης τάσης στη Μεγάλη Βρετανία. Ξεφεύγοντας από τα στενά όρια μιας μικρής, μορφωμένης ελίτ, οι νέες καλλιτεχνικές τάσεις προωθούνται –πλέον και με όρους marketing– και γίνονται σταδιακά προσιτές και προσβάσιμες σε ένα ευρύτερο κοινό, ο ενθουσιασμός του οποίου αυξάνεται συνεχώς.

Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Antony Gormley


Το βαθιά μεταφυσικό περιεχόμενο που αναδύεται απ' τις γλυπτές φιγούρες του Antony Gormley παραπέμπει τόσο στο αλαφροΐσκιωτο αγγελικό σύμπαν του William Blake όσο και στα θύματα του πυρηνικού ολέθρου της Χιροσίμα & του Ναγκασάκι ή τις απολιθωμένες μορφές της Πομπηίας που έμειναν παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα ως μακάβρια σουβενίρ, μετά την έκρηξη του Βεζούβιου. Ένα μικρό, αντιπροσωπευτικό δείγμα των έργων του συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση σύγχρονης τέχνης "Made in Britain" που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη.

Μετάφραση κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης.
Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο, Γιώργος Τσελώνης






Ο Antony Gormley γεννήθηκε το 1950 στο Λονδίνο, όπου σήμερα ζει και εργάζεται.

Σχεδόν τα τελευταία σαράντα χρόνια, ο γλύπτης Antony Gormley χρησιμοποιεί ως μέσο έκφρασης το ίδιο του το σώμα μετατρέποντάς το σε καλούπι για πηλό, χυτό μολύβι και μπρούντζο. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από βουβές κι απόμακρες ανθρώπινες φιγούρες οι οποίες προκαλούν στον θεατή την αίσθηση της ανησυχίας. Έχοντας σπουδάσει Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge κι έχοντας εντρυφήσει στις βουδιστικές διδαχές, στην Ινδία, ο Gormley ενδιαφέρεται πρωτίστως ν’ απεικονίσει την ανθρώπινη ψυχή και τη σχέση της με τον κόσμο που την περιβάλλει.

Το έργο του με τίτλο Out of this World (1993-1994) είναι ένα πρώιμο γλυπτό κατασκευασμένο από χυτό μολύβι και πηλό. Έχοντας γεννηθεί το 1950, ο Gormley πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα γεμάτο ανασφάλεια. Ταυτόχρονα, η διάχυτη αντίληψη ότι ο κόσμος θα χαθεί σ’ ένα ενδεχόμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα –ευρέως διαδεδομένη από τις αρχές του ’60 μέχρι τη δεκαετία του ’80–αντικατοπτρίζεται ως επιρροή και στα πρώιμα γλυπτά του καλλιτέχνη: το υλικό της επιλογής του γι’ αυτά ήταν πρωτίστως χυτό μολύβι, δεδομένου ότι ο μόλυβδος προστατεύει από τη ραδιενέργεια. Στις φιγούρες που κατασκευάζει ο Gormley, το κεφάλι είναι κατάλληλα σκαλισμένο ούτως ώστε να μοιάζει με κοίλωμα – ένα είδος «καταφυγίου» για το υπόλοιπο σώμα, σε περίπτωση ανάγκης...







Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Mark Titchner


Το πολυπρισματικό εικαστικό έργο του Βρετανού καλλιτέχνη Mark Titchner δίνει την εντύπωση ότι είναι εμπνευσμένο απ' τα ψυχεδελικά ροκ πόστερ της δεκαετίας του '60 και τον θρυλικό τηλεφωνικό θάλαμο-χρονομηχανή "Tardis" του Dr. Who. Εντούτοις, για ένα διάστημα "προσγειώνεται" στον χώρο του Μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς 138), στην αναδρομική έκθεση σύγχρονης τέχνης "Made in Britain" -αντιπροσωπευτική του ρηξικέλευθου ρεύματος των Young British Artists- η οποία συνδιοργανώνεται από το Ίδρυμα Μπενάκη και το Βρετανικό Συμβούλιο.

Μετάφραση κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης.
Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο, Γιώργος Τσελώνης.




Ο Mark Titchner γεννήθηκε στο Luton το 1973. Σπούδασε στο Hertfordshire College of Art and Design την περίοδο 1991-1992, κι έπειτα συνέχισε τις σπουδές του στο Central St Martins College of Art and Design το διάστημα 1992-1995. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.

Το έργο του Titchner εξερευνά ιδέες που σχετίζονται με την πίστη και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων. Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί εκτείνονται από τη γλυπτική και τα media installations μέχρι τις ψηφιακές εκτυπώσεις και τις προβολές με βίντεο. Κεντρικό ρόλο στα έργα του έχουν οι έτοιμες και στερεότυπες φράσεις τις οποίες ο καλλιτέχνης αντλεί από διαφορετικές πηγές (πολιτικές διακηρύξεις, φιλοσοφικές θεωρίες, στίχοι τραγουδιών, διαφημίσεις) εν είδει κειμένου-επιγραφής με συγκεκριμένα μηνύματα. Κάθε μήνυμα επιλέγεται έτσι ώστε να προσελκύει την προσοχή του θεατή, παροτρύνοντάς τον να δράσει ή να συλλογιστεί. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το έργο του The Future Demands Your Participation (2006): παρότι το χρησιμοποιούμενο κείμενο μοιάζει να στερείται νοήματος –έχοντας πια αποκοπεί από την αρχική του πηγή– εντούτοις προσκαλεί τον θεατή να εμβαθύνει στο μήνυμα που εμπεριέχει. Έτσι, ο τελευταίος παρασύρεται απ’ την «υπερβατική» φύση του μηνύματος χωρίς να κατανοεί τι ακριβώς συμβαίνει. Το αναγνωρίσιμο γραφιστικό στυλ του Titchner ασκεί υπνωτική και παραισθησιογόνο επίδραση στον παρατηρητή μέσω της χρήσης του “light box” (ένα ειδικά κατασκευασμένο κουτί με ημιδιαφανές καπάκι, απ’ το οποίο εκπέμπεται ηλεκτρικό φως), παραπέμποντας στις φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές που συναντάμε στις στάσεις των λεωφορείων. Μέσω του light box ο καλλιτέχνης εξερευνά τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι προσλαμβάνουν μηνύματα και δημιουργούν σκέψεις.



Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Boyd Webb


Έχοντας βρει πολλούς μιμητές ακόμη κι απ' τον χώρο της διαφήμισης, το ευρηματικό φωτογραφικό έργο του Boyd Webb κερδίζει δικαιωματικά μια θέση στην έκθεση σύγχρονης τέχνης "Made in Britain" η οποία φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη. Τα εκτιθέμενα έργα του ρεύματος των "Young British Artists" ανήκουν στη συλλογή του Βρετανικού Συμβουλίου.

Μετάφραση κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης.
Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο, Γιώργος Τσελώνης.




Ο Boyd Webb γεννήθηκε στο Christchurch της Νέας Ζηλανδίας το 1947, κι αργότερα, το 1972, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο για να σπουδάσει Γλυπτική στο Royal College of Art. Ζει και εργάζεται στο Brighton της Αγγλίας.

Οι μυστηριώδεις και περίτεχνες φωτογραφικές συνθέσεις του Webb είναι δημιουργημένες με τη βοήθεια κατασκευασμένων σετ σκηνικών που έχουν προηγουμένως στηθεί στο πλατό του στούντιο. Τα πρώιμα έργα του ασχολούνται με την ενδόμυχη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αφήνοντας αλληγορικούς υπαινιγμούς για την έλλειψη σεβασμού του ανθρώπου προς την ανθρωπότητα και την πιθανή επικείμενη εκδίκηση της φύσης. Το έργο του Tethered Ray (1981) είναι μια φωτογραφία που μάς αποκαλύπτει αθέατες φανταστικές εικόνες, οι οποίες αναδύονται απ’ τη συνείδηση του καλλιτέχνη. Στο σκηνικό που δημιουργεί ο Webb διακρίνουμε ένα σαλάχι το οποίο φαινομενικά γλιστράει ελεύθερο στον βυθό της θάλασσας. Ωστόσο, με μια προσεκτικότερη ματιά παρατηρούμε ότι είναι αλυσοδεμένο στον πυθμένα. Μια δέσμη φωτός χύνεται πάνω στην επίπεδη ράχη του ψαριού δίχως οστά, προσθέτοντας μια θεατρική αίσθηση στην εικόνα, κάνοντας έτσι τον θεατή ν’ αναρωτηθεί πώς ένα τόσο όμορφο και αθώο πλάσμα μπορεί να κρατηθεί φυλακισμένο σε δεσμά, χωρίς να είναι πια ελεύθερο να περιπλανηθεί στον ωκεανό.




Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Angus Fairhurst


Τα ανατρεπτικά βίντεο και οι πλούσιες σε μηνύματα γλυπτές μορφές του αυτόχειρα εικαστικού Angus Fairhurst (υποδηλωτικές της γνωστής τάσης των ανθρώπων να καμουφλάρουν τις ευαίσθητες πτυχές του εαυτού τους πίσω από ένα "σκληρό" προσωπείο) συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση σύγχρονης τέχνης "Made in Britain", η οποία φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη, σε συνδιοργάνωση με το Βρετανικό Συμβούλιο.

Μετάφραση κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης.
Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο, Γιώργος Τσελώνης.




O Angus Fairhurst γεννήθηκε στο Kent το 1966 και σπούδασε στο Canterbury Art College για έναν χρόνο, πριν αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα στο Goldsmiths College, στο Λονδίνο, το 1989. Εκεί δημιούργησε στενή φιλία με τον Damien Hirst και το 1988 οι δύο καλλιτέχνες συνέλαβαν ως ιδέα και διοργάνωσαν από κοινού την ιστορική έκθεση Freeze.

Αξιοποιώντας ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών μέσων, όπως ζωγραφική, γλυπτική και προβολές βίντεο, τα έργα του Fairhurst αναδεικνύουν το ξεχωριστό του χιούμορ με έναν ευρηματικό και προκλητικό τρόπο. Η διαδικασία της δημιουργίας κατέχει εξίσου κεντρικό ρόλο στο έργο του, γι’ αυτό και ο καλλιτέχνης αφοσιώθηκε συστηματικά στους παράγοντες της φόρμας και της δομής, επιχειρώντας να καθυποτάξει την αποβλεπτικότητα ή προβλεπτικότητα (intentionality) στην ίδια την πράξη της δημιουργίας. Επί κάποια χρόνια, ο Fairhurst είχε αφιερωθεί στη δημιουργία μια σειράς ανθρωπομορφικών σχεδίων, χρησιμοποιώντας συχνά τη μορφή ενός γορίλα στο πλαίσιο ενός «αφηγηματικού κύκλου». Σύμφωνα με τη δαρβινική λογική, η γοητεία που ασκεί ο γορίλας σχετίζεται με τη συγγένειά του με την ανθρώπινη φιγούρα, δεδομένης της ομοιότητάς του στην όψη με τον άνθρωπο (o συγκεκριμένος παραλληλισμός είναι εμφανής, κι έτσι δεν απαιτείται κάποια περαιτέρω επεξήγηση). Στα σχέδια και τις καρικατούρες του Fairhurst συχνά ένας γορίλας απεικονίζεται ν’ ανοίγει τη στολή του, κι από μέσα να ξεπροβάλλει, για παράδειγμα, ένα ψαράκι... Όταν τα ουσιωδώς προσωπικά σκίτσα του καλλιτέχνη άρχισαν να εκτίθενται στο κοινό, η μορφή του γορίλα απέκτησε ζωή και υιοθετήθηκε από τον Fairhurst ως alter ego του ίδιου του εαυτού. Στο βίντεο A Cheap and Ill-fitting Gorilla Suit (1995), σε μια σειρά διαδοχικών κινήσεων, βλέπουμε τον καλλιτέχνη μεταμφιεσμένο με στολή γορίλα να χοροπηδάει μανιακά μπροστά στην κάμερα, λίγο προτού η στολή αρχίσει να διαλύεται –κι ενώ παραγεμίσματα από χαρτί εφημερίδας διασκορπίζονται τριγύρω–, έως ότου ο Fairhurst ξεπροβάλλει γυμνός μέσα απ’ τη τριχωτή μεταμφίεση κι οποιαδήποτε αίσθηση ψευδαίσθησης διαλυθεί οριστικά.

Ο Angus Fairhurst αυτοκτόνησε το 2008 σε ηλικία 41 ετών.




Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Peter Doig


Τα αφηρημένα, ονειρικά τοπία που αναδύονται από τους πίνακες του Σκωτσέζου ζωγράφου Peter Doig βρίσκουν για ένα διάστημα στέγη στην έκθεση σύγχρονης τέχνης "Made in Britain" η οποία φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη, υπό την αιγίδα του Βρετανικού Συμβουλίου.

Μετάφραση κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης
Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο, Γιώργος Τσελώνης




Ο Peter Doig γεννήθηκε το 1959 στο Εδιμβούργο και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Τρινιντάντ και στον Καναδά, πριν επιστρέψει στη Μεγάλη Βρετανία το 1979. Σπούδασε τόσο στο Wimbledon School of Art όσο και στο St. Martin’s School of Art, ενώ στη συνέχεια μετακόμισε στο Λονδίνο για να ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Chelsea School of Art. Επέστρεψε στο Τρινιντάντ το 2002, όπου σήμερα ζει και εργάζεται.

Παρότι ο Doig καθιέρωσε τη φήμη του ως καλλιτέχνης του οποίου το εικαστικό έργο αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από τοπία, ο ίδιος παραμένει «ζωγράφος τοπίων» υπό μια εντελώς παραλλαγμένη, μη συμβατική έννοια που αψηφά κάθε κατηγοριοποίηση. Οι πίνακες που δημιουργεί είναι εικόνες τοπίων που ίπτανται μεταξύ μνήμης και φαντασίας, εμπνευσμένων από φωτογραφικά και κινηματογραφικά ερεθίσματα ή ανάλογες εμπειρίες που ο καλλιτέχνης έχει συλλέξει τόσο κατά τη διαμονή του σε αστικό περιβάλλον όσο κι από ένα ευρύ φάσμα αναμνήσεων της παιδικής του ηλικίας, αποτελούμενο από φυσικά τοπία. Σε μεγάλες επιφάνειες καμβά ανακαλεί εικόνες απ’ τις αχανείς εκτάσεις του Καναδά, χρησιμοποιώντας όχι μόνο τα αποθέματα της μνήμης του, αλλά και την αντίληψη του θεατή ως προς τη συλλογική ανάμνηση ενός τοπίου. Η πανοραμική του ματιά παραπέμπει σε ανάλογες κινηματογραφικές εικόνες, ενώ ο ίδιος έχει παραδεχθεί την επιρροή που ασκεί η διαδοχή των καρέ στο εικαστικό του έργο. Ο Doig περιγράφει τον πίνακά του "Hill Houses" (1990-1991) ως την «προσωπική απεικόνιση μιας φωτογραφίας που βρήκε στο "National Geographic", η οποία του θύμιζε έντονα ένα μέρος στο Κεμπέκ όπου έζησε σε νεαρή ηλικία». Όπως λέει χαρακτηριστικά, «πρόκειται για τη φανταστική απεικόνιση μιας ανάμνησης».

Το έργο του "Untitled" ("Green") (1988) ανήκει σε μια σειρά σπουδών δημιουργημένων με λάδι σε χαρτί, ενώ ο Doig υποστηρίζει ότι είναι εν μέρει εμπνευσμένο από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας τρόμου "Παρασκευή & 13" του Sean Cunningham.


Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Mat Collinshaw


Ο avant-garde Βρετανός φωτογράφος Mat Collinshaw συμμετέχει με μερικά απ' τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του στην έκθεση σύγχρονης τέχνης "Made in Britain", η οποία διοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη και το Βρετανικό Συμβούλιο.

Μετάφραση κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης
Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο





Ο Mat Collinshaw γεννήθηκε το 1966 στο Nottingham της Αγγλίας και σπούδασε στο Goldsmiths College, στο Λονδίνο, όπου ζει και εργάζεται σήμερα.

Ο Collinshaw είναι περισσότερος γνωστός για τις φωτογραφίες και τις οπτικές του εγκαταστάσεις (video installations). Το έργο του συνδυάζει την ομορφιά, τη σαγήνη και τον αισθησιασμό με ένα υπόγειο, βίαιο και τρομακτικό ρεύμα από φανταστικές αλλά αποκρουστικές εικόνες: πρόκειται για ψυχολογικές αναπαραστάσεις οι οποίες μ’ έναν παραμορφωτικό τρόπο εξετάζουν την έλξη και την απώθηση που νιώθει ο θεατής απέναντι σε συγκεκριμένες εικόνες. Συχνά, οι εικόνες τροποποιούνται κατάλληλα με ψηφιακά μέσα, ενώ ως υπαινισσόμενο μήνυμα αναδύεται η σχέση μεταξύ της αναπαράστασης και της πραγματικότητας.

Για τη σειρά έργων με τίτλο "Infectious Flowers" χρησιμοποιείται η τεχνολογία του light box, ενώ σε αυτή περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες κάποιων ιδιαίτερα σαγηνευτικών λουλουδιών με χυμώδη εμφάνιση. Με μια πρώτη ματιά, ο θεατής εντυπωσιάζεται από τα έξοχα χρώματα και σχήματά τους, αφού είναι δώρα της φύσης και η ομορφιά τους έχει τονιστεί ακόμη περισσότερο μέσω της τεχνολογίας. Ωστόσο, παρατηρώντας κανείς τα εκθέματα, εντοπίζει τις ατέλειές τους: τα πέταλα των λουλουδιών δεν είναι άψογα σχηματισμένα – κάποια τμήματα είναι ρημαγμένα από αρρώστιες, η μορφή τους κρύβει ατέλειες και πάλλεται από κάτι νοσηρό. Οι τίτλοι των έργων δεν αντιστοιχούν στις επιστημονικές ονομασίες των εκτιθέμενων ειδών, αλλά στα αίτια της παραμόρφωσης και της μόλυνσής τους από τις χειρότερες μορφές καρκίνου που υπάρχουν στη φύση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, βρίσκει κανείς το θέαμα τόσο ελκυστικό όσο κι αποκρουστικό. Ο Collinshaw αντλεί την έμπνευσή του απ’ την ιστορία ενός δανδή του 19ου αιώνα, ο οποίος απέκτησε τέτοια εμμονή με τα λουλούδια, που αποφάσισε να κλειστεί μαζί τους ερμητικά στην κατάμεστη από αυτά έπαυλή του. Η λατρεία του έγινε τόσο υπερβολική ώστε τελικά τα λουλούδια αρρώστησαν, βυθιζόμενα στην αποσύνθεση όπως και το μυαλό του.

Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Jake & Dinos Chapman


Η ψυχοτροπική φαντασία που αναδύεται από το εικαστικό έργο των αδελφών Jake & Dinos Chapman (έντονα επηρεασμένη απ' την τεχνική frottage του Marx Ernst και τους εφιαλτικούς πίνακες του συμβολιστή Odilon Redon) γίνεται για πρώτη φορά προσιτή στο ελληνικό κοινό, στην έκθεση "Made in Britain", η οποία φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη. Τα έργα ανήκουν στη συλλογή του Βρετανικού Συμβουλίου.

Μεταφράσεις κειμένων έκθεσης: Γιώργος Τσελώνης
Επιμέλεια κειμένων: Βρετανικό Συμβούλιο, Γιώργος Τσελώνης




Ο Jake Chapman γεννήθηκε στο Cheltenham το 1966 και σπούδασε στο North East London Polytechnic. Ο Dinos Chapman γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1962 και σπούδασε στο Ravensbourne College of Art, με έδρα τη βρετανική πρωτεύουσα. Οι δύο καλλιτέχνες συνέχισαν τις σπουδές τους στο Royal College of Art, στο Λονδίνο, το 1990.

Το έργο των Jake & Dinos Chapman καταπιάνεται με καυστικά θέματα-ταμπού όπως ο πόλεμος, η πολιτική, η θρησκεία και ζητήματα ηθικής, ενώ τα δύο αδέλφια μεταδίδουν με υποδόριο τρόπο άφθονη ενέργεια, καθώς και τη δική τους ανατρεπτική αίσθηση χιούμορ. Γνωστοί πρωτίστως για τα γλυπτά τους, οι αδελφοί Chapman χρησιμοποιούν επίσης ως μέσα το σκίτσο, τη ζωγραφική, διάφορα media installations και την τέχνη της τυπογραφίας.

Η σειρά έργων με τίτλο "My Giant Coloured Book" (2004) είναι μια συλλογή από είκοσι ένα χαρακτικά, στα οποία οι δύο καλλιτέχνες ξεδιπλώνουν τις φαντασιώσεις τους ως προς το ιδανικό –αθώο και ασφαλές– παιδικό τετράδιο ιχνογραφίας. Αντλώντας τις επιρροές τους από τη μακρά ιστορία της εικονογραφίας, από τον Goya μέχρι τον σουρεαλισμό, οι αδελφοί Chapman προσθέτουν στις σελίδες σκοτεινότερο περιεχόμενο. Ενώνοντας τις τελείες με τους αύξοντες αριθμούς για να προκύψουν τα σχέδια, έχουμε αρχικά την εντύπωση ότι τα πάντα είναι σωστά. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά μάς βοηθάει να παρατηρήσουμε ότι με κρυπτογραφικό τρόπο αποκαλύπτονται εικόνες που ξεπερνούν τα όρια και τις προθέσεις του συγκεκριμένου παιχνιδιού: αυτό που φαινομενικά μοιάζει με χνουδωτό αρκουδάκι, είναι στην πραγματικότητα ένα ακρωτηριασμένο τέρας με χυμένα εντόσθια. μια υπηρέτρια που κρατάει ένα μπουκέτο φρεσκοκομμένα λουλούδια, βρίσκεται ξαφνικά μόνο λίγα βήματα μακριά από ένα σπίτι που εκρήγνυται, ενώ ένα θαλάσσιο πλάσμα στον ωκεανό γίνεται το καταφύγιο για δύο μαϊμούδες που έχουν ξεπαγιάσει.

Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης