Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

CHERRY-BRANDY Μια θεατρική παράσταση του χορογράφου Josef Nadj

Μουσικά έργα από τους: Franz Schubert, John Cage,
Mussorgski, Bellini, Ligeti κ.ά.
Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση,
6-9 Ιανουαρίου 2011.

Μετάφραση προγράμματος: Γιώργος Τσελώνης


JOSEPH NADJ
Ο χορογράφος


Ο Γιόζεφ Νατζ γεννήθηκε το 1957 στη Βοϊβοντίνα της πρώην Γιουγκοσλαβίας και σημερινής Σερβίας. Στα παιδικά του χρόνια ασχολήθηκε με το σχέδιο, την πάλη, το ακορντεόν, το ποδόσφαιρο και το σκάκι, αποβλέποντας σε μια σταδιοδρομία στη ζωγραφική.

Μεταξύ 15 και 18 ετών φοίτησε στο καλλιτεχνικό γυμνάσιο της πόλης Νόβι Σαντ, πρωτεύουσας της Βοϊβοντίνα, ενώ στη συνέχεια και για 15 μήνες εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Κατόπιν πήγε στην Ουγγαρία, όπου σπούδασε μουσική και ιστορία της τέχνης στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης. Παράλληλα, άρχισε σπουδές υποκριτικής, κινησιολογίας και σωματικής έκφρασης.

Το 1980 μετέβη στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του με τους Marcel Marceau και Etienne Decroux. Την ίδια εποχή ανακάλυψε το μοντέρνο χορό, σε μια περίοδο που το είδος αυτό γνώριζε μεγάλη διάδοση στη Γαλλία. Παρακολούθησε τις διδασκαλίες του Larri Leong (που συνδύαζε χορό και ιαπωνικές πολεμικές τέχνες όπως το κινομίτσι και το αϊκίντο) και του Yves Cassati, ενώ πήρε επίσης μαθήματα τάι-τσι, μπούτο και αυτοσχεδιασμού με επαφή (contact improvisation) με τον Mark Tompkins. Άρχισε να διδάσκει κινησιολογία και χορό το 1983 στην Γαλλία και την Ουγγαρία, ενώ παράλληλα συμμετείχε ως περφόρμερ σε παραστάσεις των Sidonie Rochon, Mark Tompkins, Catherine Diverres και Francois Verret.

Το 1986 ίδρυσε τη δική του ομάδα, την οποία ονόμασε Theatre JEL (jel στα ουγγρικά σημαίνει «σημάδι»), και δημιούργησε το πρώτο προσωπικό του έργο με τίτλο Canard Pekinois, το οποίο παρουσίασε στο Θέατρο της Βαστίλλης, το 1987. Μέχρι σήμερα, ο Γιόζεφ Νατζ έχει υπογράψει περίπου τριάντα παραστάσεις.

Το 1982 εγκατέλειψε το σχέδιο και τη ζωγραφική, προκειμένου να αφιερωθεί αποκλειστικά στο χορό, ενώ άρχισε να παρουσιάζει το εικαστικό του έργο δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, το 1989 άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία και έκτοτε δεν την έχει εγκαταλείψει. Από το 1996, που ξεκίνησε να παρουσιάζει δείγματα του εικαστικού και γραφιστικού του έργου, επιλέγει ως εκθεσιακούς χώρους θέατρα και γκαλερί. Τα έργα του –σχέδια, φωτογραφίες και γλυπτικές εγκαταστάσεις (installations)– συνήθως εντάσσονται σε θεματικούς κύκλους ή σειρές.

Το 2006 συμμετείχε στο 60ό Φεστιβάλ της Αβινιόν, παρουσιάζοντας την παράσταση Asobu στην τελετή έναρξης που πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό Παπικό Παλάτι. Παράλληλα, συνεργάστηκε με τον εικαστικό Miquel Barcelo παρουσιάζοντας την παράσταση Paso Doble στην εκκλησία των Σελεστίνων. Η τελευταία αυτή παράσταση ήρθε και στη χώρα μας, όπου ο Νατζ διατηρεί ένα αφοσιωμένο κοινό. Από το 1995, ο Γιόζεφ Νατζ είναι διευθυντής του γαλλικού Εθνικού Χορογραφικού Κέντρου της Νέας Ορλεάνης.







ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ
Σημειώσεις πάνω στην παράσταση

Μετάφραση, σημειώσεις: Γιώργος Τσελώνης



Ο ποιητής ψυχορραγούσε. […] Ο ποιητής ψυχορραγούσε εδώ και τόσο καιρό που πλέον δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί τι ήταν ο θάνατος. […]

Η ζωή διείσδυσε μέσα του από μόνη της […]: παρότι ο ίδιος δεν την είχε καλέσει, εκείνη μολαταύτα διαπέρασε το σώμα του, το μυαλό του – διείσδυσε μέσα του σαν στίχος, σαν έμπνευση. Και για πρώτη φορά, το πραγματικό νόημα της λέξης «έμπνευση» τού αποκαλύφθηκε σε όλο του το μεγαλείο. Η ποίηση ήταν η δημιουργική δύναμη που του έδινε ζωή. […]

Δεν έζησε για την ποίηση
Έζησε χάρη στην ποίηση.


Βαρλάμ Σαλάμοφ, Οι νύχτες της Κολιμά1



Για πρώτη φορά από το 2006, όταν με την παράσταση Asobu επιχείρησε να διατρέξει το έργο του Ανρί Μισώ, ο Γιόζεφ Νατζ αφιερώνει μια νέα δουλειά του σε έναν ποιητή – έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα. Πρόκειται για τον Όσιπ Μαντελστάμ (Osip Mandelstam, 1891-1938), μεταφραστή, συγγραφέα, πεζογράφο, δοκιμιογράφο για τη ρωσική γλώσσα και συγγραφέα, μεταξύ άλλων, των ποιητικών συλλογών Πέτρα (1913) και Tristia (1922), της συλλογής διηγημάτων Ο θόρυβος του χρόνου (1925), του εξαιρετικού δοκιμίου Συνομιλία για τον Δάντη (1933), καθώς και των Σημειωματάριων του Βορονέζ, τα οποία συνέγραψε την περίοδο 1935-1937, όσο βρισκόταν στην εξορία.

Ο Μαντελστάμ γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1891, σε μια αγροτική εβραϊκή οικογένεια, και πέθανε το 1938 στο Βλαδιβοστόκ, έπειτα από παρατεταμένες ταπεινώσεις, κακουχίες και στερήσεις, ως θύμα των σταλινικών διώξεων. Αυτός ο κεντρικός χαρακτήρας, του Μαντελστάμ, περιβάλλεται από έναν αστερισμό συγγραφέων – δύο ακόμα Ρώσους, τον Άντον Τσέχοφ και τον Βαρλάμ Σαλάμοφ, στους οποίους προστίθενται ακόμη ο Πετράρχης και ο Πάουλ Τσελάν2.



Θες δεν θες, θ’ αρχίσεις τώρα να προβάρεις
και το ρόλο του πεθαμένου.


Άντον Τσέχοφ, Το κύκνειο άσμα (Κάλχας)3



Με το Κύκνειο άσμα του (1887), μια «δραματική σπουδή σε μία πράξη», που τοποθετεί στη σκηνή έναν γέρο ηθοποιό σε ένα ερημωμένο θέατρο αργά το βράδυ μετά από μια παράσταση, έναν ηθοποιό σε παρακμή, ελαφρώς μεθυσμένο και ενδεδυμένο με τα κουρέλια των ρόλων που είχε κατά καιρούς ερμηνεύσει, έναν άνθρωπο μονάχο σε μια άδεια σκηνή, βυθισμένο στη σκιά – ο Άντον Τσέχοφ θα γινόταν το σημείο εκκίνησης για το Cherry-Brandy.

Ακόμη περισσότερο κι από το ίδιο το θέμα του συγκεκριμένου μονόπρακτου, ο Νατζ εμπνεύστηκε και από το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα, Σβετλοβίντοφ, που σημαίνει «αυτός που βλέπει καθαρά» – αυτός που μέσα στο σκοτάδι είναι ικανός να διακρίνει και να αποκαλύπτει την παραμικρή αχτίδα φωτός. Για την ακρίβεια, το συγκεκριμένο όνομα αποτέλεσε για τον ίδιο μια πιθανή μεταφορά αναφορικά με τη στάση ολοκληρωτικής αφοσίωσης που οφείλει να τηρεί ο καλλιτέχνης απέναντι στην τέχνη του ή, σύμφωνα με τη φράση που αποδίδεται στον Σάμιουελ Μπέκετ, το να «μην είναι καλός σε τίποτε άλλο πέρα από την τέχνη του», παραδομένος ολοκληρωτικά στην τέχνη του, παντού και πάντα – ακόμη και υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Ο Νατζ στράφηκε και σε ένα άλλο έργο του Τσέχοφ, το σχετικά άγνωστο Νήσος Σαχαλίνη (1895), όπου ο θεατρικός συγγραφέας αναφέρθηκε στην πολύμηνη παραμονή του σε αυτή την «πραγματική κόλαση» της αποικίας καταδίκων του νησιού – ένα ταξίδι που πραγματοποίησε με δική του πρωτοβουλία το 1890, προκειμένου να πιστοποιήσει τις συνθήκες ζωής των εκτοπισμένων.



Πέθανε ηθοποιός -
Εντάξει, αυτό θα το κατανοούσα.
Πώς όμως θα μπορούσε να πεθάνει ποιητής;


Βαρλάμ Σαλάμοφ, Οι νύχτες της Κολιμά4



Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907-1982) υπήρξε κρατούμενος επί δεκαεπτά χρόνια στα γκουλάγκ μιας άλλης σιβηριανής κόλασης, μια εμπειρία την οποία περιέγραψε στο έργο του Οι νύχτες της Κολιμά. Το βιβλίο αυτό –ανεξάρτητα από την αξία που έχει ως μαρτυρία για τον κόσμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης– είναι ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του εικοστού αιώνα. Μέσα σε αυτό το έργο, ο Νατζ ανακάλυψε μια ιστορία στην οποία ο Σαλάμοφ, κάνοντας αναφορά σε ένα ποίημα του Όσιπ Μαντελστάμ, αποτίνει έναν απερίφραστο φόρο τιμής σε εκείνον. Η ιστορία έχει τίτλο Cherry-Brandy και θέμα της έναν ποιητή στο νεκροκρέβατό του, ο οποίος παραμένει ποιητής έως και την τελευταία του πνοή. Στα μάτια του Νατζ, φαντάζει ως το τέλειο παράδειγμα του «απόλυτου και ασυμβίβαστου ποιητή».



Πολλοί από εμάς πίστευαν ότι αυτό που συνέβαινε ήταν αναπόφευκτο, ενώ κάποιοι άλλοι ότι ίσως τελικά ήταν καλύτερα που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα. Όλοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρχε πιθανότητα επιστροφής. Το συναίσθημα αυτό απέρρεε από τις παλαιότερες εμπειρίες μας, από το προαίσθημα για το μέλλον και από την έξαψή μας για το παρόν. Πιστεύω ότι όλοι μας βρισκόμασταν […] σε ένα στάδιο συγγενές προς το μακάριο λήθαργο.

Ναντέζντα Μαντελστάμ, Ελπίδα εναντίον ελπίδας5



Ο Οσίπ Μαντελστάμ, ήδη αναγνωρισμένος μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής σε ηλικία 22 ετών, συνιδρυτής του ακμεϊσμού, ενός αβάν-γκαρντ ρωσικού λογοτεχνικού ρεύματος της δεκαετίας του 1920, και φίλος με την Άννα Αχμάτοβα και τον Μπόρις Πάστερνακ, θεωρούσε τις λέξεις αδιαχώριστες από το σώμα, από τη φωνή και από την κίνηση. Και απέδιδε σε αυτές μια συμπαγή και ακμαία δύναμη. Αυτή τη δύναμη την μοιράστηκε, γεγονός που τον ανέδειξε σε ενεργό πολίτη και άνθρωπο πλήρως αφοσιωμένο στα κελεύσματα της εποχής του.

Τα δίστιχά του για τον Στάλιν, καταπέλτες ενάντια στο «τέρας από την Οσσετία» και τον «ορεσίβιο του Κρεμλίνου», μολονότι ήταν ανέκδοτα και κυκλοφορούσαν μόνο προφορικά ανάμεσα σε έναν πολύ περιορισμένο κύκλο γνωστών του, τού στοίχισαν την πρώτη σύλληψή του το 1934. Αρχικά σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βορονέζ και ύστερα καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα, ο Μαντελστάμ πέθανε από εξάντληση κατά την παραμονή του στην Κολιμά.

Το έργο του λογοκρίθηκε από το σταλινικό καθεστώς και κινδύνεψε να χαθεί στη λήθη. Κατάφερε όμως να διασωθεί και να φτάσει έως εμάς χάρη στην απαράμιλλη επιμονή της συζύγου του, Ναντέζντα Μαντελστάμ, που έθεσε αποκλειστικό σκοπό της ζωής τη διατήρηση και διάδοση του έργου του, ακόμη κι αν χρειάστηκε να αποστηθίσει εκτεταμένα αποσπάσματα από αυτό.



Αιώνα μου, θηρίο μου, ποιος θα αντέξει κατάματα να σε κοιτάξει
και με το αίμα του να συναρμόσει τη ραχοκοκαλιά δύο αιώνων;


Όσιπ Μαντελστάμ, Ο αιώνας6



Με το δικό του Cherry-Brandy, ένα δωρικό και ζοφερό έργο όπου οι χορευτές μοιάζουν βυθισμένοι σε ένα «μακάριο λήθαργο», ο Γιόζεφ Νατζ αποτίνει –κι αυτός με τη σειρά του– ένα φόρο τιμής στον Όσιπ Μαντελστάμ, και μάλιστα δίνοντας φωνή σε ορισμένα από τα ποιήματά του, τα οποία ακούγονται ολόκληρα (κάτι που ο Νατζ κάνει για πρώτη φορά), όπως άλλωστε κι ένα μαδριγάλι του Πετράρχη7.

Με έναν εξίσου απερίφραστο τρόπο, ο Νατζ αποτίνει φόρο τιμής στη σκηνική ανάδειξη της σύγκρουσης ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Και παρότι, κατά κάποιον τρόπο, ο Νατζ επιστρέφει στο ζήτημα του χρόνου, το οποίο έχει διατρέξει ολόκληρο το έργο του, από το Comedia Tempio (1990) έως το Sho-bo-gen-zo (2008), με το Cherry-Brandy ο χορογράφος υπογράφει ένα έργο βαθιά πολιτικό, όπου οι συλλογισμοί αναφορικά με την τέχνη και την ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στους συγχρόνους του συγκροτούν ένα στοχασμό πάνω στον εικοστό αιώνα – και στη σημερινή έλλειψη «χώρου για δημιουργία».

Myriam Bloede






ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Βαρλάμ Σαλάμοφ, “Cherry-Brandy” (1958), απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων Οι νύχτες της Κολιμά.

2. Ο γερμανόφωνος ποιητής Paul Celan (1920-1970) μετέφρασε στίχους του Μαντελστάμ και του αφιέρωσε επίσης τη δική του ποιητική συλλογή, Die Niemandrose (1963), ελλ. έκδ. Του κανενός το ρόδο, μτφρ. Χρήστου Λάζου, εκδ. Άγρα, 1995.

3. Άντον Τσέχοφ, Το κύκνειο άσμα (Κάλχας)Δραματική σπουδή σε μια πράξη (1887)

4. Βαρλάμ Σαλάμοφ, “Cherry-Brandy”, ό.π.

5. Αυτός ήταν ο τίτλος που η σύντροφος του Μαντελστάμ, συγγραφέας και η ίδια, έδωσε στον πρώτο τόμο των Απομνημονευμάτων της που κυκλοφόρησαν το 1970, όταν πλέον ο ποιητής είχε αποκατασταθεί στην πατρίδα του.

6. Osip Mandelstam, “Le siecle”, στο Tristia (1923).

7. «Λέγεται πως ο Μαντελστάμ, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απήγγειλε ποιήματα του Πετράρχη στους συγκρατουμένους του. Ένας Θεός ξέρει τι δουλειά έχει η ποίηση του Πετράρχη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Ρώσων πολιτικών κρατουμένων. Όμως, σε αυτή την περίπτωση η ποίηση ήταν όπως μια σταγόνα νερό για τον οδοιπόρο της ερήμου, κάτι που ξαφνικά προσλαμβάνει ένα απέραντο βάρος και σε βοηθάει να αντιμετωπίσεις τα χειρότερα. Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι ο Σαλάμοφ, ο οποίος έζησε στην Κολιμά, είπε για την ποίηση ότι αποτελούσε το κάστρο του, και σε καμία περίπτωση τη διαφυγή του» (Philippe Jaccottet, “Grignan, une fenetre ouverte sur le monde” [«Γκρινιάν, ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο»], επιμ. Pierre-Andre Stauffer και Antoine Duplan, L’ Hebdo, αρ. 52, 24 Δεκεμβρίου 1997.)


Μετάφραση: Γιώργος Τσελώνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: